Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Λες κ' είχε βαρεθή πια κι αφτός τη μοναξή κι άδοξη ζωή του, εβάσταε με αγωνιά στους γέρικούς του ώμους τα ρειπωμένα τα μπεντένια του, που εφάνταζαν απόμακρα ξέθωρα και θαμπά σα γέρικες σαγονιές ξεδοντιασμένες. Τα μαβρισμένα στην πολυκαιρία τα τειχιά του έγερναν φουσκωμένα καταόξω, λες κ' εκουφαναστέναζαν κάτου από το βάρος τω χρόνων και την παντοτεινή τους καταφρόνια.
Και αυτή δεν ενόμισεν ότι θα εσαγίτευε την καρδίαν σου, αν σου απέτεινε τον λόγον, αφού μάλιστα ήθελε να σου ζητήση εκδούλευσιν. Εν τούτοις ο Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, καταβιβάσας εν σπουδή την περισκελίδα του, ως διά να μοιρασθή το βάρος της ευτυχίας. Η μελωδική φωνή της Πολυμνίας είπε· — Ξέρεις, πού είνε ίτσια; μπορείς να μου κόψης τίποτα ίτσια; Συ έμενες κεχηνώς.
Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορή μια Συνείδηση να το σηκώση, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήση το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του.
Ω βασιλέα αστόχαστε και αδύνατε, διατί να μη φυλάξης την σιωπήν; ηξεύρεις εσύ ποία ήτον η φωτιά, εις την οποίαν έρριξα το παιδί; εκείνη ήταν μία Λάμια, της οποίας εμπιστεύθηκα την ανατροφήν εκείνου του βασιλοπούλου· και η σκύλλα που είχες ιδεί ήτον μία Νεράιδα, η οποία μετά χαράς έλαβε το βάρος διά να αναθρέψη την βασιλοπούλα, και διά να πιστωθή, υπόμεινε διά να ιδής.
Η τράπεζα ήτο εστρωμένη εις τον κήπον υπό την σκιάν γηραιάς πλατάνου και έκυπτεν υπό το βάρος των σταμνίων και κρεάτων, ων αι αναθυμιάσεις ανεμιγνύοντο μετά της οσμής των ανθέων. Μετ' ου πολύ δε ήρχισαν να φθάνωσι και οι συνδαιτυμόνες.
Μον είχαν κάπια διαφορά, και κάπιο άλλο θάρρος,. Δεν είχαν τ' ανυπόυφερτο της ξενιτιάς το βάρος. 'Σ των ημερών τα θλιβερά, παρηγοριόμουν ώρα, Δεν ήταν συγκρατούμενο το βάσανο σαν τώρα. Αμ είν' βαρύς ο χωρισμός, παραβαριά τα ξένα, Παράχουν πάθια αμέτρηγα, παραδυσκολεμένα.
Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν τρεις ή τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Θόλου δύο ή τρεις δωδεκάδας εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς, εις βάρος των υποψηφίων, τους ναύλους και τα χασομέρια των.
ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώ 'ς τα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόν 'ς το βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.
Ανεβαίνει υψηλότερα, όπως ο Ήλιος, ο πατέρας μας, έχει τα μάγια και τα λόγια των, δένει τον άνεμο και το νερό, ώστε τον υπακούουν και τον υπηρετούν. Σεις λύνετε το βαρύ, το καταπιέζον βάρος και αυτός σηκώνεται υψηλότερα. Ωραία ηχούσε ο χορός ως ηχούσα κωδωνοκρουσία!
— Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν