Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Ονειρεύτηκε όμως τη Νοέμι που τον κοίταζε με κακία και του έλεγε ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Τον βλέπεις; Τον βλέπεις τι άνθρωπος είναιΞύπνησε με ένα βάρος στην καρδιά. Αν και ήταν ακόμη νύχτα σηκώθηκε, αλλά ο Τζατσίντο είχε κιόλας φύγει.

Σκύλοι γλήγορα θαν τον ξεσκούσαν κι' όρνια νεκρό, κι' εδώ το βάρος μου θα μούβγαινε απ' τα στήθια, που γιους με στέρησε πολλούς, γιους στα χρυσά τους νιάτα που σκότωνε είτε σε νησιά απόκεντρα τους πούλαε ... 45 Τι τώρα τον Πολύδωρο και το Λυκά, διο γιους μου, δε βλέπω εδώ που κλείστηκαν μέσα στο κάστρο οι Τρώες, τ' αγόρια που η αρχόντισσα μου γέννησε η Λαθόα.

Η λογοτεχνική παραγωγή του Ροΐδη στενάζει υπό το εγκυκλοπαιδικόν βάρος. «Όζει ελλυχνίων». Είναι παραγωγή ενός σοφού βλέποντος τα πράγματα ανάμεσ' από το πρίσμα της πολυγνωσίας του, της ξηρότητος της καρδίας του, της στενής φαντασίας του, του μυκτηριστικού του σκεπτικισμού. Ο Ροΐδης είναι ένας σατυρικός πεζογράφος, ένας μυκτηριστής. Έγραφεν ολίγα και με πολλήν δυσκολίαν.

Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίματα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.

Δεν θέλω ούτε αγάπην, ούτε συμπάθειαν· θέλω να διέλθω άγνωστος και απαρατήρητος εν τω μέσω των ανθρώπων, υποφέρων εν κρυπτώ το βάρος της συμφοράς μου, μέχρις ου έλθη η ποθητή ώρα της απολυτρώσεως, — της αναπαύσεως. Επεθύμουν να γνωρίσω τον Γερμανόν, να τον ερωτήσω περί των γενομένων ερευνών και προόδων εις την χρήσιν των αναισθητικών, να εξακριβώσω την ατίαν του θανάτου της.

Και συνεχώς δι' αιχμηρού ξυλαρίου εκέντα εις τα οπίσθια το βραδύ ζώον. Αι δε γυναίκες φορτωμέναι τα φύλλα ηκολούθουν κρυφομιλούσαι και αυταί και σχεδιάζουσαι μυρία όσα ευτυχή σχέδια, ουδέ ησθάνοντο το βάρος του συμπεπιεσμένου σάκκου εκ της χαράς, ήτις επλήρου την καρδίαν των τας ευδαίμονας εκείνας ώρας.

Εκεί πλησίον Του, ακούων όλας τας λέξεις ταύτας ανάλγητος, πλήρης πεισμονής και μίσους, πεπωρωμένος την καρδίαν, και κλίνων όλον το βάρος της δαιμονικής κατοχής του εναντίον εκείνης της θύρας του ελέους, την οποίαν και τώρα κ' εδώ ακόμη ο Σωτήρ του θα ήνοιγε προς αυτόν, εκάθητο ο Ιούδας, με το ψευδές μειδίαμα της υποκρισίας επί του προσώπου του, πλην όλος λύσσα και αίσχος, και απληστία, και αδημονία, και προδοσία εν τη καρδία του.

Και τότε; τι εκέρδισα; Διά να καταπέση ανάγκη εκ παραλλήλου και ταυτοχρόνως να προβή και των δύο πασσάλων η φθορά. Και τότε; Τότε υπό το βάρος μου θα συντριβή και θα πέση μίαν νύκτα ο εξώστης, και λήγει το μαρτύριον! Θα μεταβάλω θέσιν επί του εξώστου. Θα τοποθετήσω το προσκέφαλον εκεί όπου μέχρι τούδε ήσαν οι πόδες μου. Παραβαίνω μήπως την δοθείσαν υπόσχεσιν; Όχι.

Τίποτε άλλο, είπεν εκείνος, παρά αφού το πίης να περιφέρησαι, έως να αισθανθής βάρος εις τα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσης και έτσι αυτό θα ενεργήση. Και συγχρόνως επρόσφερε το ποτήριον εις τον Σωκράτην.

Αίφνης τους βλέπω πλησιάζοντας εις το παράθυρον. Ο Αγάς, Τούρκος μεγαλοπρεπής, εκράτει δίσκον και εφαίνετο εξετάζων το βάρος, ο δε Ζενάκης, κρατών άλλα εις τας δυο χείρας σκεύη, του τα επεδείκνυε. Ανεπτερώθησαν αι ελπίδες μου. Εξετάζει ο Τούρκος, άρα δεν αρνείται! Απεσύρθησαν από το παράθυρον και ήκουσα την φωνήν του οικοδεσπότου προστάζοντος να φέρωσι καφέν.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν