United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάγαινε στη λίμνα τα πρόβατα κάθε αβγή, και πάγαινε να στείλη την καλημέρα στη καλή του τη μάνα. Έπιαν' εκεί το παχύτερο αρνί του Μπέη· τόσφαζε, τόγδερνε, το ξεκοίλιαζε κρυμένος μες το λόγκο. Το λιάνιζε καλά, τα τύλιγε μες το τομάρι του, τόδενε με βούρλα καλά στο τομάρι και τόριχνε στην καταβόθρα της λίμνας.

Γιατί 'νε ψώμ' αυτό που σου 'πε. — Δε μου το 'π' αυτή μόνο ... — Όσοι κιάν το 'πανε ψώμα 'νε, επέμεινεν ο Σαϊτονικολής, κιάφησέ την αυτή την κουβέντα ... Σόλο το ύστερο κιάν το 'πε ο Τερερές, ας το 'πε. Για να δούμε, μπορεί και να το κάμη; — Αρνί 'μ' εγώ να με μπουζιάση; παρετήρησεν ο Μανώλης. — Σώπα συ! του είπεν αυστηρώς ο Σαϊτονικολής.

Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονταιαυτά τα στερνά τα χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ.

Το γαϊδουράκι εις το πλάι της έφευγε κατευχαριστημένο, διότι ήτο εκείνη πλησίον του, και καμμίαν δυσκολίαν δεν έκαμνε διά το φορτίον. Δεν είχε περιπατήσει πολύ, όταν από μακράν είδε να έρχεται ίσιααυτήν ένα μεγάλο πρόβατον· ήτο τόσο παχύ, ώστε με δυσκολίαν επροχώρει, και εβέλαζε. — Δεν είνε δυνατόν να είνε το αρνί που επότισα αυτό!

Λέγε, σε παρακαλώ. Ξένος. Λοιπόν και άλλα πολλά ελέγοντο και λέγονται ακόμη διά πολλούς, και μάλιστα το σημείον το οποίον εφάνη εξ αιτίας της φιλονικίας του Ατρέως και του Θυέστου. Βεβαίως θα ήκουσες και θα ενθυμήσαι αυτό που λέγουν ότι έγινε τότε. Νέος Σωκράτης. Ίσως εννοείς το σημείον, το οποίον διηγούνται διά το χρυσό αρνί. Ξένος.

Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγγρίζουν τ' αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!

Η νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά. Επί κεφαλής της ομάδος ήτο ο Μανώλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ, μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος. — Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες; — Το καλό αρνί, κυρ-Μανώλη, απήντησεν ο Γιάννης της Κ'σάφους, τρώει από δύο προβατίναις. Ο Μανώλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράση και τότε έπιον εις υγείαν του κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανώλης.

Ειπέ μου συ, ποία δίκη απεφάσισε να σου δέσουν τα χέρια και να σε οδηγήσουν εδώ με το παιδί σου; Φέρεσαι προς το θάνατον ως προβατίνα με το αρνί της, ενώ εγώ δεν είμαι παρών ούτε ο σύζυγος σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Καθώς βλέπεις, ω γέρον, αυτοί με οδηγούν να αποθάνω μαζί με το παιδί μου.

Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον.

Το τραγικόν τούτο γεγονός διεσώθη έν τινι δημοτικώ άσματι εσχάτως δημοσιευθέντι, εξ ου και παραθέτω μόνον τους τελευταίους πέντε στίχους. Κι ο Κωσταντάρας τάκουσε βαρυά του κακοφάνη. » Μωρέ παιδί της ξακληριάς και του διαβόλου αγγόνι » Μου ντρόπιασες την λεβεντιά και τ' άσπρα μου τα γένεια, « Κάλλιο να κλάψω μια φορά, παρά να κλαίγω πάντα. » Το γιαταγάνι ετράβηξε και σαν αρνί το σφάζει.