United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό; — Μωρ' τι με το στανιό, που νικήσαμαν. Πήραμαν τα προνόμια. — Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! . . . Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη. Εκεί ηύραμαν ολάνιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι' αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες.

Τα κανδήλια ήσαν αναμμένα έμπροσθεν των εικόνων του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και όχι ως πυροφάνεια. Αλλ' υπήρχον και δύο μεγάλαι λαμπάδες καίουσαι εις τα μανουάλια, και πέντε ή έξ κηρία. Εντεύθεν το πολύ φως.

Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον ιατρόν. Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου. Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον.

Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.

Ο δε πιεζόμενος αήρ εισχωρών διά του αυλού μέχρι του λέβητος, πού ήτο γεμάτος αναμμένα κάρβουνα, θείον και πίσσαν, τοιαύτην φλόγα ανέδωκεν, ώστε ήναψεν η ξυλεία του τείχους και κανείς δεν ηδύνατο να μείνη εκεί πλησίον. Εγκαταλιπόντες λοιπόν αυτό οι πολιορκούμενοι ετράπησαν εις φυγήν και τοιουτοτρόπως εκυριεύθη υπό των πολεμίων.

Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.

Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Δεν ανέχεσαι να μείνω; εφώναξε, «είμεθα σύμφωνοι! Περιμένεις καλούς φίλους, καλυτέρους από μέναΝτροπή Μπαμπέττα!» — Είσαι αποτρόπαιος! είπεν η Μπομπέττα. Σε μισώ! και έκλαιε. Φύγε, φύγεΑυτό δεν το άξιζα! είπεν ο Ρούντυ και έφυγε· τα μάγουλά του ήσαν αναμμένα σαν φωτιά, η καρδιά του ήτο αναμμένη σον φωτιά. Η Μπαμπέττα έπεσε 'στο κρεββάτι της και έκλαιε.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.