Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ο νέος, γερμένος απάνω στο κουκλάκι, το γλυκοκύτταζε και του χαμογελούσε, σα νάβλεπε μέσα του την όμορφη κοπέλλα που θα γινότανε μια μέρα, κ' η μαϊμουδίτσα σήκωνε απ’ το βάθος καταπάνω του τα μάτια της, σα νάτον ο αγαπημένος της- και μόνο τα μπόγια τους που δεν ταιριάζανε. . . Αλήθεια η ψυχή τανθρώπου δεν έχει χρόνια παιδιάτικα, ούτε και γεροντάματα κάτω απ’ τα χιόνια των μαλλιών και τις ζάρες που σταφιδιάζουν τις ωραίες ρόγες: ολάνθιστη γεννιέται και νέα πάντα μένει και σβήνει, χωρίς να ξεφυλλίση, μ' όλη της τη λάμψη σαν τη συνονόματη της, τη χρυσοφτέρουγη «Ψυχή». . . Πνίγηκε η Λιόλια απ’τα γέλοια σαν είδε το μικρό να χορεύη κοντά της με τόση σοβαρότητα και να κάνη ρεβερέντσα στον καβαλλιέρο του με τόνα ποδαράκι πίσωθ’ ανασηκωτό . . κ' εκεί που γέλαγε, τέλειωσ’ ο χορός κ' ήρθε τρέχοντας να την πάρη απ' τα χέρια του Νίκου ο Μίμης. . . Άσε μας ντε κ'εμάς λιγάκι να μυρίσουμε κορίτσι! τούπε αυτός με πίκα.
Κοίταξε, πώς με τον καιρό γίνουνται, κι ως τόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκη, απίστευτα φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να είταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλήτερο θάμ' από τούτο, μόνο που πήρ' αιώνες να σκαρωθή, κι όχι μια στιγμή.
Βλέπεις τι καλή που είμαι, Δεν θαργήσωμε όμως, Νίκο; Ε; Έχω το λόγο σου. ΝΙΚΟΣ — Έννοια σου. Πάμε. Έλα αγάπη μου. ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι όραμα ευτυχίας, αλήθεια! Πώς έχει καρδιά να διακόψη κανένας μια τέτοια ευτυχία! Αυτό συλλογίζομαι, μα το Θεό. ΦΛΕΡΗΣ — Ούτε το δικαίωμα, γιατρέ.
Το γεγονός ότι αναπνέω δεν είναι δι' εμέ ακριβέστερον από αυτό: η αλήθεια είναι ότι μία οιαδήποτε πράξις, ένα κακόν ή ένα σφάλμα είναι πολλάκις η μόνη και αναντίρρητος δύναμις, η οποία μας ωθεί, και η οποία μόνη μας ωθεί εις την εκπλήρωσιν. Και αυτή η βιαία τάσις διά να κάμωμεν το κακόν από την αγάπην προς το κακόν δεν δέχεται την ανάλυσιν ή την αποσύνθεσιν εις δευτερεύοντα στοιχεία.
Με πολλήν ευχαρίστησι παρουσιάζω στους αναγνώστες το πειο πρόσφατο από τα ποιήματα που εγέννησεν ο θαυμάσιος θρύλος του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Αν και γραμμένο σε ωραία και απλή πρόζα, είναι, αλήθεια, ένα ποίημα. Ο κ.
— Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως· — Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως· — Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.
Τον λόγον έλαβε πρώτος ο Διονυσόδωρος, ο μεγαλύτερος από τους δύο αδελφούς, και όλοι προσηλώσαμεν επάνω του τα βλέμματά μας με την ιδέαν ότι θα ηκούαμεν αμέσως λόγους θαυμαστούς από το στόμα του· και δεν εβγήκαμεν πραγματικώς γελασμένοι· διότι, είναι η αλήθεια, μας είπε, Κρίτων, πράγματα θαυμάσια, που αξίζει να τα ακούσης και συ· τόσον ήσαν κατάλληλα να παρακινήσουν τον άνθρωπον εις την καλλιέργειαν της αρετής.
Αμέσως η Βασίλισσα μετάνοιωσε. Όταν έμαθε από τον Ντινάς ντε Λιντάν με πόση λύπη έφυγε ο Τριστάνος άρχισε να πιστεύη ότι ο Περινίς της είχε πη την αλήθεια. Ότι ο Τριστάνος δεν είχε φύγει, προκαλεσμένος στ' όνομά της. Ότι πολύ άδικα τον έδιωξε: «Πώς, συλλογιζότανε, σας έδιωξα λοιπόν σας, Τριστάνε, φίλε! Τώρα πεια με μισείτε και ποτέ δε θα σας ξαναϊδώ.
Ποτέ δεν επίστευον, ότι θα έχω τόσην τύχην εις το ταξείδιον τούτο. — Αλήθεια; Το λογαριάζεις τω όντι δι' ευτυχίαν, είπεν η κόρη, πλαγιάζουσα την κεφαλήν και υπόπτως ατενίζουσά τι, ή με κολακεύεις μόνον; Κύτταξε εδώ, θα ταξειδεύσωμεν μαζί έως εις την Μασσαλίαν, διότι, καθώς ήκουσα, και συ πηγαίνεις εις Παρισίους. — Τι ιδέα! είπον εγώ επιτιμητικώς, να νομίζης πως σε κολακεύω.
Αλήθεια, είπεν ο Αρίγνωτος, και μ' εκύταξεν αυστηρώς, δεν πιστεύεις τίποτε από αυτά, ενώ τα βλέπει όλος ο κόσμος; Σας παρακαλώ, είπα εγώ, ν' απολογηθήτε δι' εμέ, διότι μόνος εξ όλων των άλλων δεν βλέπω τίποτε• αν έβλεπα θα επίστευα και εγώ όπως σεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν