Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.

Εκεί να ο γέρος με σκοπό τα μάτια ναν τ' ανοίξει 305 ζυγώνει, κι' έτσι σε σοφό σοφά μιλούσε λόγια «Ναι εσένα, γιε μου Αντίλοχε, και νιο έτσι πούσαι, ο Δίας σ' αγάπησε κι' ο Ποσειδός, και σούμαθαν καθ' είδος αλογοσύνες· έτσι εσύ δε θες και τόση ορμήνια.

Να το στόμα της και τα μαλλιά της και το ουράνιο το κορμί, το κορμί της το ξαθό που με τρελλαίνει η μυρωδιά του. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, κοιμήσου καλά! Και της αρπάζω ένα φιλί που ακόμη στα χείλια μου τόχω. — Λέλα μου, Λέλα, κανείς δε σ' αγάπησε σαν και μένα. Ακκουμπά στην πλάτη μου μια στιγμή, σα λιγοθυμισμένη. — Αχ! Εσύ ζωή μου, μου λέει.

Μα που μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα. Τα χαρούμενα, τα χρυσά, ταθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι.

Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγάσιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.

Ήτον απλώς ένας φόβος, ένας γελοίος φόβος μήπως έρθη η Δώρα. ΛΕΛΑΔε σου ζητώ απολογία. Τώρα είμαι ευτυχισμένη, που σου είπα ό,τι είχα να σου πω. Τάσσο, χαίρε! Θυμήσου πως μια γυναίκα σ' αγάπησε και θα σ' αγαπά πάντα, πάντα. Όμως είναι καιρός να τελειώνουμε. Η κόρη σου μπορεί νάρθη και δεν πρέπει να μ' εύρη εδώ. Γεια σου, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣΣκέπτεσαι λοιπόν, να φύγης αμέσως, Λέλα; Αν ήξερες.

Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.

Ήρχοντο προς την πόλιν και η Νευρίς τους ηκολούθησε έως στο Δίπυλον• αλλ' επειδή ο Κλεινίας δεν εγύρισε να την κυτάξη, επέστρεψε χωρίς να έχη τίποτε θετικόν να μου πη. Δεν μπορείς να φαντασθής τι έχω υποφέρη από τότε να σκέπτωμαι τι έχει μαζή μου το αγόρι μου, μήπως το δυσαρέστησα εις τίποτε ή μήπως αγάπησε άλλην και μ' εμίσησε, ή μήπως ο πατέρας του τον εμπόδιζε να έλθη.

Τη Λαοδάμη αγάπησε ο καρδιογνώστης Δίας και γέννησε το Σαρπηδό, χαλκόπλιστο λεβέντη. 199 Και σκότωσε τον Ίσαντρο ο θνητοφάγος Άρης 203 μια μέρα πούχε πόλεμο με τους τρανούς Σολύμους. Την κόρη θύμωσε η θεά με το χρυσό δοξάρι 205 και θέρισε.

Μα θα πη άραγες πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν την αγάπησε ποτέ κανένας; Τι τάχα; Δε γύρεψε κανένας να την πάρη; Δεν της είπε κανένας τουλάχιστο δυο γλυκά λόγια; Δεν άρεσε κανενός; Πώς γίνεται; Αναθράφηκε σε μια τέτοια πόλη και δε βρέθηκε κανείς να της κάμη ένα κοπλιμέντο ή λίγο κόρτε, ή να την κοιτάξη καλά στα μάτια, ή να της δώση να καταλάβη τίποτις, ή να μην ξιππαστή από την ομορφιά της; Δε γίνεται.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν