Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν 'ς την καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν. Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν. — Ν' αρμένιζα μαζί της! Η θάλασσα, μπονάτσα — λάδι, κοιμάται.
Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν: — . . . Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο ουρανός ανοίγεται δι' υμάς.
Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες.
Ο Έφις ακολουθούσε μια σειρά από χωριάτισσες τυλιγμένες στις βαριές τους κάπες και με τον άνεμο να τον χτυπά το στήθος ένοιωθε κάτι καινούργιο, κάτι δυνατό να μπαίνει μες στην καρδιά του. Ο κόσμος περπατούσε θλιμμένος, αλλά ήρεμος, σαν σε λιτανεία, λες και δεν πήγαινε σ’ έναν τόπο γιορτής, αλλά προσευχής.
Ο Τζατσίντο δεν είχε πάρει ακόμη καμία απόφαση για την περίσταση, φαινόταν όμως ήρεμος, δούλευε, γύριζε στο σπίτι μόνο όταν ήταν η ώρα για φαγητό και αστειευόταν με το σπιτονοικοκύρη του ζητώντας του συμβολές πώς να υποδεχτεί το κορίτσι. «Δεν θέλω βέβαια να την χάσω, την καημένη την ορφανή! Εάν την παντρευόμασταν μαζί; Μια γυναίκα στο σπίτι χρειάζεται.»
Προσευχόταν, ήρεμος, μισανοίγοντας κάθε τόσο τα μάτια για να δει τους συντρόφους του που κοιμόνταν κάτω από μια βελανιδιά. Ήταν νύχτα ακόμη αλλά αχνόφεγγε το φως στην Ανατολή ανάμεσα στα βουνά που άνοιγαν προς τη θάλασσα: εκεί ξυπνούσε η αυγή.
Και ο παπάς ακόμη βγήκε από την καλύβα του, κοίταξε τριγύρω, ήρεμος και κόκκινος σαν μωρό φαλακρό ακόμη και στη συνέχεια πήγε να καθίσει πλάι στις κυρίες Πιντόρ. «Ωραίο παλικάρι ο ανιψιός σας, ντόνα Ρουθ!»
Μία ζωή ήρεμος και αφανής είναι πολλάκις ευτυχεστέρα, και δυνάμεθα ευκόλως να συμπεράνωμεν ότι τα έτη εκείνα της εργασίας τα διαρρεύσαντα εις την εν Ναζαρέτ οικίαν του τέκτονος, ήσαν πλήρη ευδαιμονίας εις τον βίον του Σωτήρος.
Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, μέσα στα αργυρό φαιλόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη έμενε στο ξύλο ήρεμος, ασυγκίνητος σαν να ήσαν όλα καλά και ήσυχα τριγύρω του. Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια εχαμπέριζεν αυτός. Και ο καπετάν Δρακόσπιλος αναμένος από πριν άναψε περισσότερο με την τόση απάθεια του προστάτη μας.
Ανέβαινε ένα βουνό, διέσχιζε ένα βοσκοτόπι, αλλά φτάνοντας στην άκρη του να σου ένα άλλο βουνό, μια άλλη πεδιάδα και στο βάθος η θάλασσα. Τώρα όμως περπατούσε ήρεμος και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι δεν έφτανε στο τέρμα για να απαλλάξει από την παρουσία του σώματός του το σπίτι των κυράδων του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν