Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· «Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα, κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. 105. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας, γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία, ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη. ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην· γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; 110 εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε. θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος, δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα 115 πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου».
Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν