Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά. Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη.

Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά. Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη.

Ο Έφις ακολουθούσε κι αυτός, αλλά έτρεμαν τα πόδια του, ένας πέπλος κάλυπτε τα μάτια του. «Τώρα θα συλλάβουν κι εμένα και θα μάθουν ποιος είμαι, θα τα μάθουν όλα για μένα κα θα με καταδικάσουνΚανείς όμως δεν του έδινε σημασία και αφού έκλεισαν τους δυο τυφλούς στην καζάρμα ο κόσμος διαλύθηκε κι εκείνος απόμεινε μόνος, σε απόσταση, καθισμένος επάνω σε μια πέτρα να περιμένει.

Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως.

Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Έπειτα προς την εσπέραν ήλθεν ο Κλεόπας, όστις είχε μεταβή μετά τινος άλλου εις Εμμαούς, οπόθεν επέστρεψαν εν σπουδή λέγοντες: «Πράγματι ανέστη ο ΚύριοςΚαι όλοι ήρχισαν να λογομαχούν, αφού προηγουμένως έκλεισαν την θύραν διά τον φόβον των Ιουδαίων.

Παραλαβόντες λοιπόν αυτούς οι Κερκυραίοι τους έκλεισαν εις μέγα οίκημα. Έπειτα τους εξήγον ανά είκοσι και τους ηνάγκαζον να διέρχονται διά δύο στοίχων οπλιτών παραταγμένων εκατέρωθεν. Δεμένοι προς αλλήλους εδέροντο και εκεντώντο υπό των παραταγμένων, άμα ούτοι έβλεπον μεταξύ αυτών κανένα εχθρόν τους. Μαστιγοφόροι δε βαδίζοντες πλησίον των επετάχυναν το βάδισμα των βραδύτερον προχωρούντων.

Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους• τους έκλεισαν να κοιμηθούντα μαθημένα μέρη, 410 και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος• «Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415 κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».

Μ' ολόγυμνην την κεφαλήν!..Αυθέντα, εδώ κοντά ευρίσκεται μία καλύβα, όπου θα εύρης καταφύγιον απ' την ανεμοζάλην. Έλα εκεί ν' αναπαυθής. Εγώ δε εις το σπίτι πηγαίνω πάλιν το σκληρόν, — σκληρότερον ακόμη κι' απ' τους λιθίνους τοίχους του, και όπου τώρ' ακόμη απ' έξω μ' έκλεισαν, ενώ να σ' εύρω εζητούσα, την θύραν του την άξενην 'πάγω να την ανοίξω διά της βίας! ΛΗΡ Ήρχισε ο νους μου να σαλεύη.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν