United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολ' αυτά εκορύφωσαν την απορίαν και έκπληξιν του Αντωνίου, διότι δεν εγνώριζεν ότι εις την Ζάκυνθον υπάρχει Ροΐδης και μάλιστα καλούμενος Αντώνιος όπως και αυτός. Μετ' ού πολύ κατήλθεν ο κόμης Αντώνιος Ν. Ροΐδης και εξηγήθησαν. Ο κόμης δεν ηδύνατο να πιστεύση πως είναι δυνατόν να μη γνωρίζωσιν εις την Χίον ότι είχαν συγγενή εις την Ζάκυνθον».

Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στό στόμα του. — Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα. Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν. Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους. Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε. Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται. — Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Όλ' αυτά όμως δε με συγκινούσαν καθόλου. Όπως δε με συγκινούσαν και οι χειρονομίες του, και τα λόγια του και οι ελληνικούρες του, η ομιλία του η παράξενη, ένα ανακάτωμα από εκκλησιαστικά ρητά και καραβίσια λόγια, που θύμιζαν τον παληό μούτσο και το παληό καλογεροπαίδι του Αγίου Όρους. Τίποτε δε με συγκινούσε.

Σ' ολίγο παύουν όλ' οι κόποι μου, και συ θα λάβης τον αέρα της ελευθερίας· για λίγο ακολούθα με, και υπηρέτησέ με.

Αλλά, από το άλλο μέρος, της είχε γίνει ο Βέρθερος τόσο προσφιλής, ευθύς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας των είχε φανή τόσον ωραία η συμφωνία των ψυχών τους· πολύχρονη, συχνή μ' αυτόν συναναστροφή, τόσες καταστάσεις τις οποίες μαζί επέρασαν, όλ' αυτά της είχον προξενήσει μίαν ανεξάλειπτη εντύπωση στην καρδιά της.

Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει. Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα.

Η αγρυπνιά, η χολόσκαση που δεν πέρασε ακόμα το θέλημά του, παρά διάβαινε ακόμα μέσα στους δρόμους ατιμασμένος, καθώς θάρρειε, και ντροπιασμένος, όλ' αυτά σα να του μαλάκωσαν την καρδιά, ή καλλίτερα, σα να του την έλυωσαν. Όση λύσσα τον έσφαζε χτες, άλλη τόση θλίψη και ψυχοπονεσιά τονε βασάνιζε σήμερα. Δεν είταν και να πης πως δεν τον αγαπούσε τον αδερφό του.

Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να ’κανα πολλά αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.