Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ιδών τον Βράγγην διερχόμενον και φέροντα επί των ώμων την περίφημον φλοκάταν, ήτις ήτο προωρισμένη να καλύψη το ατημέλητον διασήμου πολεμάρχου και παραστήση αυτόν ευπρεπή εις τας όψεις του κόμητος, του μέλλοντος να καταπλεύση την επιούσαν μετά του υπ' αυτόν στόλου και κομίση την ευδαιμονίαν εις τους κατοίκους της Ρόδου, ιδών την ατονίαν μεθ' ής εβάδιζεν ο Βράγγης, ενόησεν ότι ήτο κεκμηκώς και συμπεράνας ότι έμελλε να σταθή μετ' ολίγον όπως αναλάβη δυνάμεις παρηκολούθησε μακρόθεν αυτόν.
Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος της έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός. — Αυτό θα είναι το σάβανό μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού. Τέλος, καθώς εκάθησε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελλούκαν, να έρχεται, παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα.
Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιωτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων.
Η σκιά του κελλίου και η καλή τράπεζα της Μονής είχον στερεώσει τας σάρκας και απαλύνει το δέρμα της καλής Ιωάννας, η δε κόμη αυτής άπαξ μόνον ψαλιδισθείσα εκυμαίνετο πυκνότερα ή πρότερον επί των στρογγυλών ώμων, πάντα ταύτα ήσαν τη αληθεία οπωσούν ακτένιστα, απεριποίητα και ημελημένα, αλλά, κατά τον ποιητήν , ο ύ τ ε ο κ α θ α ρ ό ς χ ρ υ σ ό ς έ χ ε ι α ν ά γ κ η ν χ ρ υ σ ώ σ ε ω ς, ο ύ τ ε τ ο ρ ό δ ο ν π ρ ο σ θ έ τ ο υ ε υ ω δ ί α ς, ο ύ τ ε ο κ ρ ί ν ο ς ψ ι μ μ υ θ ί ο υ, ούτε δεκαεπταέτις, νομίζω, νεάνις μύρων και βοστρυχισμάτων.
Όσον ασθενώς και αν ερρίπτοντο οι λίθοι υπό της αβράς χειρός της Μαργής, είχον αφήση επί των ώμων και του στήθους του αλγεινά ίχνη· αλλά πολύ περισσότερον τον είχε πληγώσει το αδυσώπητον μίσος, το οποίον εξέφραζαν τα βλέμματα και οι λόγοι, οι εκτοξευόμενοι ομού με τους λίθους. Τον παρηγόρει όμως και τον ενεθάρρυνεν η ανάμνησις των λόγων της χήρας. Η αγουρίδα θα εγλύκαινε μίαν ημέραν.
Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον. — Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!
— Θα σε πάρω εγώ· είπεν η Μάρω μη χάνουσα κ' εν τη κρισίμω εκείνη ώρα το θάρρος της· ας είνε καλά η μάννα μας. — Ω! η μάννα μας, η μάννα μας! εψιθύρισεν ο Γιάννος εξησθενημένος. Και αφέθη εις τας αγκάλας της αδελφής του, κλείσας τους οφθαλμούς. Η Μάρω έθεσεν αυτόν δίπλα επί των ώμων της, ως ποιμενίς το αποκαμόν θρεφτάρι της κ' επροχώρησεν ούτω αρκετόν διάστημα.
Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον 'σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων.
Η γραία μόλις είχε προλάβει να μεταφέρη επί των ώμων της, από των φαράγγων και δρυμών, αγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θα ήρκουν διά δύο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ο χειμών επέπεσε. Περί τα μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου επεφάνησαν, επιχρυσούσαι τας υψηλοτέρας στέγας.
Ότε δε οι Αθηναίοι νικηθέντες ετράπησαν εις φυγήν, καταδιωκόμενος μετά των άλλων και ο Ξενοφών έπεσεν εκ του ίππου του, και εκινδύνευε να αιχμαλωτισθή ή να φονευθή. Αλλ' ο Σωκράτης, αν και πεζός, ορμά γενναίως προς βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου του, αρπάζει αυτόν επί των ώμων του, και τρέχων δρομαίως διασώζει μακράν των εχθρών τον φίλον του Ξενοφώντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν