Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Κ' η ζωή μου παραστράτησε, η ζωή μου ασχήμισε την ασχήμια των σκλάβων. Όμως ο παππούς μου εμένα, ένας αρματωλός, χύμηξε μια μαύρη νύχτα στο χωριό, με σαράντα παλληκάρια, κι' άρπαξε την καλύτερη. Την κάθισε στα καπούλια του αλόγου του και χάθηκε στο σκοτάδι σαν τον άνεμο. Εκείνοι ήσανε άλλοι άνθρωποι, γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣΤι σχέση έχουνε όλα τούτα; Δεν καταλαβαίνω.

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.

Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, είνε διπλή: τη μνήμη έχω μεγάλη σαν μου χρωστούν οι άλλοι. Μα το μνημονικό σωστό ποτέ δεν τώχω σαν χρωστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έλα λοιπόν, νάσ' έτοιμος• καιοποίον λόγο κάνω σοφόν για τα μετέωρα, συ χύμηξέ του απάνω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς; τη σοφία το λοιπόν θα γεύωμαι σαν το σκυλλί; Και τι κάνεις, πες μου εμένα, σαν της τρως από κανένα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βάλ' το ρούχο κάτω τώρα.

Πρώτος και καλύτερος δεν ήμουνα μαθές στην κουβέρτα, στο τιμόνι, στις σταύρωσες, απάνω; Εγώ φοβήθηκα; Πέντε φορές δε χύμηξε το κύμα το ζωντανό να με συνεπάρη απ' την κουβέρτα και πάλαιψα σαν παλληκάρι; Τι σκούζετε το λοιπόν; Ποιος σας έβαλε και σκούζετε; Σταμάτησε λιγάκι βραχνιασμένος. Τα σκυλιά ουρλιάζανε απ' τις κουπαστές και του δείχνανε τα δόντια τους άγρια και κοροϊδευτικά.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν