Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Τοιούτοι και οι έναυλοι εν πάση μνήμη τέσσαρες πρώτοι στίχοι της « Φροσύνης »: Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της Γιατ' είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάση.
Γενικός Διοικητής της Κρήτης ήτο τότε ο Γιωργάκης πασάς Βέροβιτς, Αλβανός, που προηγουμένως είχε χρηματίσει Μουτεσαρίφης ή διοικητής του νομού μας. Πήγα να τον επισκεφθώ στο σεράγιο των Χανιών κιόταν άκουσε ποιος ήμουν, είπε με την αλβανική του προφορά: — Ώστε είσαι από τη Β.; — Μάλιστα. — Και με θυμάσαι μένα; Ήρθα στο χωριό σας. Θάνε είκοσι χρόνοι και πάνω. — Σας θυμούμαι πολύ καλά, εξοχώτατε.
Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν· ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει. Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε ακούσω. Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της βασιλείας σου.
Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είνε καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ' αργήση να έλθη διά να φέρη πολλές λίρες. Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη.
Δεκαέξ χρόνοι είχον παρέλθει ούτω, αγνοί παιδικοί χρόνοι, δίχως πονηρίαν καμμίαν, δίχως κανέν αίσθημα άλλο από την αγάπην.
Απερνώντας δε πολύν καιρόν με ειρήνην, βλέπει μίαν ημέραν να έλθουν αποστολάτορες από τον Αμούρ Βασιλέα της Κασμυρίας διά να ζητήσουν του πατρός του το δόσιμον, που παλαιόθεν του έδιδε, με το να ήταν μερικοί χρόνοι που του αρνήθη και δεν του εδιδεν· ειδεμή και ήθελε αρνηθή, θέλει έλθει εναντίον του, και θέλει του πάρει όλους του τους τόπους.
Σ' ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήση! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία είταν τότες η Ανατολή. Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα, με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είνε τότες κ' οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες.
Όταν τότε ευρίσκω τον περιπλανώμενον πολιόν ραψωδόν, ο οποίος επάνω στην εκτεταμένην έρημο ζητεί τα ίχνη των πατέρων του, και αλλοίμονο! βρίσκει τα μνήματά των, και τότε θρηνώντας προσβλέπει το αγαπητό αστέρι της εσπέρας, που κρύπτεται εις την κυμαινομένη θάλασσα, και οι χρόνοι του παρελθόντος επανέρχονται ζωηροί εις την ψυχήν του ήρωος, εκείνοι όταν η καλόβολη ακτίνα εφώτιζε τους κινδύνους των ανδρείων, και η σελήνη το καράβι που ξαναγύριζε στεφανομένο, νικηφόρο.
Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης, Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;» — Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι, Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα, Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.
Απέρασαν δύο χρόνοι από εκείνον τον καιρόν, και αποξένωσα από λόγου μου ολίγον την φαντασίαν της μεγαλειότητος που ήμουν, και άρχισα να συνηθίζω ολίγον κατ' ολίγον εις εκείνο που ευρισκόμουν, και μου εφαίνονταν πώς δεν ήμουν άλλη, παρά θυγατέρα ενός ποταπού ανθρώπου, και η ησυχία που εχαιρόμουν με έκανε να λησμονήσω το περασμένον μου μεγαλείον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν