United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

Εις τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου. — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο αυθέντης τι κάμνει. — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .

Οι λόγοι του Παντελή μου έδωκαν θάρρος, αλλά μου έφερον και ύπνον συγχρόνως. Ήμην απηυδημένος εκ του ταξειδίου. Έπεσα λοιπόν κατά γης επί τριχίνου σάκκου και εντός ολίγου απεκοιμήθην. Την πρωίαν ανέτελλε μόλις ο ήλιος, ότε οι δημογέροντες έκρουσαν εκ νέου την θύραν και εισήλθον εις την καλύβην, σιωπηλοί και κατηφείς ως χθες.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΠες μου, Λέλα μου. ΛΕΛΑΤο εμπόδιο δεν ήτανε η κόρη του. Η ταραχή του δεν ήταν η κόρη του. Τα έμαθα όλα χθες το βράδυ. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΤι; ΛΕΛΑΤο ταξείδι του στα λουτρά ήτανε για να συναντήση μια παλιά του ερωμένη. Εχθές όλο το βράδυ ήτανε μαζή της. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΤον ξαναείδες από εχθές. ΛΕΛΑΌχι. Τούγραψα όμως σήμερα το πρωί. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΤα παράπονά σου;

Η σήμερον είνε μία σφην μεταξύ της χθες και της αύριον· είνε δηλαδή μία στιγμή ελαχίστη, μεταξύ δύο απείρων. Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει και εξαρτάται το μεγαλείον, είνε τι ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του.

Και τότε η παλαιά ηχώ, διά του στόματος της φίλης της χθες, της εχθράς της σήμερον, επανέλεγε: «Παλαβή!.. σκασμένη!.. φριμμένη! . . . που την πιάνει!. . . . » Και τούτο θα έφθανε και εις τα ώτα παντός υποψηφίου μνηστήρος . . . Πλην, αν ήρχετο ο Θανάσης από την Αμερικήν, κ' έφερνε τόσον χρυσίον, όσον ωνειροπόλει η μήτηρ, το προηγούμενον εκείνο θα ήτο πολύ μικρόν εμπόδιον διά τους επιδόξους γαμβρούς.

Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...» Και πάλιν έψαλε: &Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι......&

«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι• κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη• κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265 κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».

Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα!

Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή. «Ραββί, πότε ήλθες ώδεείνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά.