United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην εκείνη, η πτωχή, δεν είχε τύχην να ζήση, διά να βάλη εις πράξιν όλας τας καλάς ταύτας συμβουλάς. Προχθές ακόμη το παρθενικόν άνθος είχεν ανοίξει ερυθρόν. Χθες έγεινε νύμφη· την άλλην ημέραν μήτηρ, λεχώ, νεκρά.

«Σούστα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε χθες π. μ. εις την οδόν Αρχαγγέλου και απέκοψε τον πόδα της εβδομηκοντούτιδος γραίας χήρας Γιαννούλας Μαστραπά. Ο δράστης καρραγωγεύς εξηκολούθησε τον δρόμον του». Η είδηση αυτή, τόσο φτωχή σε λεπτομέρειες τον έβαλε σε αναζήτηση.

Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο.

Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σειςΕννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη πιθανώτατα και απόψε.

Κανείς απ' αυτήν την τάξιν δεν είχε καμμίαν ιδιαιτέραν ιδιοκτησίαν, εθεώρουν δε όλα τα πράγματα ότι ανήκον κοινώς εις όλους, και δεν εθεώρουν σωστόν να δέχωνται από άλλους πολίτας τίποτε περισσότερον από αρκετήν τροφήν, και εξετέλουν όλα τα έργα, τα οποία είπομεν χθες, όσα δηλαδή είπομεν διά τους διωρισμένους φύλακας.

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.

Σκεφθήτε λοιπόν ποίος είνε ο καλύτερος τρόπος διά να μη το χαλάσωμεν και πάλιν. — Πολύ σωστά λέγεις, Παυσανία, ότι μας χρειάζεται χωρίς άλλο κάποια ανάπαυλα εις την πόσιν, είπε τότε ο Αριστοφάνης· διότι κ' εγώ είμαι από τους βαπτισμένους της χθες. — Βεβαίως σωστόν είνε αυτό που λέγετε, είπε τότε Ερυξίμαχος ο Ακουμενού. Μένει μόνον ν' ακούσωμεν την γνώμην του Αγάθωνος. Αντέχει να πίη; — Καθόλου.

Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και δυστυχία εις αυτούς! — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή.

Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και το λάλημά της μελαγχολικόν. Είχε δίκαιον η πτωχή κίχλα να είναι λυπημένη! Την είχαν πιάσει χθες, και τώρα ήτο κρεμασμένη εις έν κλουβί έξω από το παράθυρον. Και εκελαδούσε τώρα και έκλαιε τα περασμένα, την ελευθερίαν της, τα πράσινα χωράφια, την ανθισμένην γην και το ελεύθερόν της πέταγμα εις τον ουρανόν!

Ταύτα εγώ και χθες συλλογιζόμενος, επειδή με παρεκαλείτε να εκθέσω την ουσίαν της πολιτείας, με προθυμίαν σας ευχαρίστησα, διότι εγνώριζον ότι την συνέχειαν των συλλογισμών ουδείς άλλος θα ήτο ικανώτερος υμών, εάν θελήσητε, να αποδώση.