United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας.

— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τόμ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά Γιαννού . . . Ο Γεραμπής σε στέλνει! — Τι λες γυιε μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα. — Καλά που σ' εσταύρωσα! είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα, που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζλιά αλάργα!

Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ' αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ' εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γείνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της.

Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων. Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον.

Έμεινε τώρα, μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν πολύ δι' αυτήν. Η Ασημήνα έτρεφε μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της διά την αποδημίαν του υιού, κ' έβλεπε ξυπνητά τα όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.

Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.

Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσαρα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκύτταξε, είδεν, ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσερα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά . . . Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . » Πάλιν απεκοιμήθη.

Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρά Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει. Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε·Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα. — Νάχης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.

Δεν κάθεσαι, θεια Χαδούλα;,. . Μη φοβάσαι . . . Ό,τι είναι, θα περάση . . . Κάθισε να σου κάμω καφεδάκι να πιης. Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνιού, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος. Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.

Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήση να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγυζε.