Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025
Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να έχη τον ορθόν λόγον. Και λοιπόν; έδωκε κανείς θεός εις τους ανθρώπους τοιούτον φάρμακον του φόβου, ώστε, όσον περισσότερον θελήση κανείς να πίνη από αυτό, τόσον περισσότερον να νομίζη ότι γίνεται δυστυχής εις εκάστην δόσιν, και να φοβήται όλα όσα έχει τόρα και όσα θα έχη εις το μέλλον, και εις το τέλος να καταντήση εις τρόμον δι' όλα τα πράγματα ο ανδρειότατος από τους ανθρώπους, αφού όμως αποκοιμηθή και ελευθερωθή από το ποτόν να γίνεται πάλιν ο ίδιος κάθε τόσον;
Λέει ο βασιλεύς· εάν συ έχης τέτοιαν εμπειρότητα διά να θεραπεύσης το πάθος μου, εγώ σου υπόσχομαι να πλουτίσω και εσένα και τους απογόνους σου, και θέλω σε έχει εις τον πρώτον βαθμόν των μεγιστάνων μου, αν, ως λέγεις, χωρίς φάρμακον και αλειφήν θέλης με ιατρεύσει. Απεκρίθη ο ιατρός· γαληνότατε βασιλεύ, αύριον χωρίς αναβολήν καιρού θέλω βάλει εις πράξιν την υπόσχεση μου.
Τοιαύτη είνε η κατάστασις της συζύγου σου, πάτερ, και αναγκάζομαι να σου είπω ότι ουδέποτε θα βελτιωθή και αν μυριάκις πίη το φάρμακον• διά τούτο είνε περιττόν και να επιχειρήσω, εκτός αν μόνον με εξαναγκάζης διά ναποτύχω και δυσφημισθώ. Άφησε με να με ζηλεύουν οι ομότεχνοι. Εάν δε με αποκηρύξης πάλιν, εγώ καίτοι θα μείνω έρημος, δεν θα τρέφω εναντίον σου καμμίαν έχθραν.
Ο ιδικός μας όμως λόγος τόρα λέγει αντιθέτως ότι εδόθη ως φάρμακον εις μεν την ψυχήν διά να αποκτήση αιδημοσύνην, εις δε το σώμα διά να αποκτήση υγείαν και δύναμιν Πολύ καλά ενθυμείσαι, τον λόγον, καλέ Ξένε. Και λοιπόν τα μισά μεν του χορού ας τελειώσουν έως εδώ. Τα άλλα μισά όμως πώς να τα κρίνωμεν, ας εξακολουθήσωμεν ή ας τα αφήσωμεν. Ποία δηλαδή εννοείς, και πώς διακρίνεις το έν από το άλλο;
Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.
Αλλά δεν είχεν ανάγκην οίνου διά να μεθύση. Τον εμέθυεν ο χυμός, ο πλούσιος χυμός της ζωής, ο οποίος εκυκλοφόρει και έβραζεν εις τας φλέβας του, η κουζουλάδα, ως την απεκάλει ο πατέρας του και εις την οποίαν ακόμη φευ! δεν είχε δοθή το κατάλληλον φάρμακον.
Ως εξ ενστίκτου, εζήτει περί αυτήν έρεισμά τι, κάποιαν ενίσχυσιν, εζήτει έν φάρμακον κατά της αδυναμίας της τής ενόχου, της ολεθρίας . . . Προ πολλού επεθύμει να ταξειδεύση και ο σύζυγος ανέμενε τας διαταγάς της, χωρίς αύται να δίδωνται. — Όταν θελήσης, είμ' έτοιμος, Αρσινόη, της είπεν ημέραν τινά· τίποτε δεν θα μ' εμποδίση. — Ναι, ναι, Άγγελε, ευχαριστώ· αργότερα.
Αφού ωμολόγησες ότι είναι καλόν διά τον άρρωστον το φάρμακον, όταν υπάρχη ανάγκη να το πάρη, πρέπει λοιπόν αυτό το καλόν να το πάρη εις όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν ποσότητα, και νομίζεις ότι θα τον ωφελούσε περισσότερον, αν έτριβε κανείς και του έδινε να πιη μίαν ολόκληρον άμαξαν ελλεβόρου; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, Ευθύδημε, εάν βέβαια εκείνος που θα το έπινε ήτον τόσο μεγάλος, όσος ο ανδριάς που είναι εις τους Δελφούς. — Και αφού λοιπόν είναι καλόν να πηγαίνη κανείς εις τον πόλεμον με όπλα, θα έπρεπεν αρά γε να φορή και όσον το δυνατόν περισσοτέρας ασπίδας και δόρατα, αφού είναι καλόν; — Και βέβαια έτσι πρέπει, είπεν ο Κτήσιππος· ή μήπως εσύ δεν το παραδέχεσαι, Ευθύδημε, και φρονείς ότι πρέπει να πηγαίνη με ένα μόνον δόρυ και με μίαν ασπίδα; — Ναι έτσι λέγω. — Έτσι λοιπόν θα ώλπιζες εσύ και τον Γηρυόνην και τον Βριάρεων; κρίμα κ' εγώ ενόμιζα πως κάτι περισσότερα νοιώθετε, εσύ και ο φίλος μας απεδώ, αφού μάλιστα είσθε και διδάσκαλοι της οπλομαχητικής..
Τότε ο πονηρότατος εκείνος, είτε Κανείς είτε Οδυσσεύς ονομάζεται, μου έδωκε να πιώ ένα φάρμακον, το οποίον ήτο μεν ευχάριστον και εύοσμον, αλλ' επικίνδυνον και έφερε μεγάλην ζάλην• διότι άμα το ήπια μου εφάνη ότι όλα εγύριζαν και αυτή η σπηλιά ήλθεν άνω κάτω και εγώ ευρισκόμην εις κακήν κατάστασιν, επί τέλους δε απεκοιμήθην.
Μάλιστα. Διότι βεβαίως, καλέ Ξένε, θα ήτο σώφρων και αυτός, αν πράξη ούτω πως. Λοιπόν ας ειπούμεν πάλιν εις τον νομοθέτην τα εξής: Κύριε νομοθέτα, όσον βεβαίως διά τον φόβον σχεδόν ούτε κανείς θεός έδωκε φάρμακον εις τους ανθρώπους ούτε μόνοι μας εφευρήκαμεν. Και βεβαίως τους ταχυδακτυλουργούς δεν τους λογαριάζω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν