Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Αχ! ας ήμουνα πουλάκι, Δεληγιάννη, να πετάξω Με εσέ στο Βερολίνον, και κρυφά να σε κυττάξω Πώς θα μπης στου συνεδρίου την απέραντη την σάλα, Πώς θα χαιρετήσης τόσα υποκείμενα μεγάλα, Πόσας ρεβεράνς θα κάμης, και με ποίο σοβαρό Θα καθίσης στου Σουβάλωφ και του Βίσμαρκ το πλευρό.

Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια! — Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων. — Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;

Άχνα δεν έβγαινε από τόσα στόματα εκεί, στεγνωμένα στο σύφλογο της διψασμένης σάρκας κρυφαναπύρωμα· άχνα από τόσα χείλη χλιαροφριγμένα στων ξαναμένων νέβρων τανακόρδισμα, αφροστεφανωμένα στων αγριεμένων δοντιών το σύσφιγκο συγκλείδωμα. Να βλέπουν, να χορταίνουν, — μάβρο χορτασμό! — τις γυναικούλες όπου εκαθόνταν στα πεζούλια κάτω, με τα κοφίνια και τα σακούλια τους πλάι.

Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της. Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση.

Ο πέμτος είπε: — Κ' εγώ είμαι βασιλιάς των Πολάκων· έχασα δυο φορές το βασίλειό μου· αλλ' η Πρόνοια μου έδωσε άλλο κράτος, στο όποιο έκανα τόσα αγαθά, όσα δεν κάνανε όλοι οι βασιλιάδες των Σαρματών μαζί στις όχθες του Βιστούλα. Αφήνομαι κ' εγώ στη Θεία Πρόνοια· κ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία. Έμενε να μιλήση ο έχτος μονάρχης.

Πλησίον ήτο το καυκί, το κλειδοπίνακον, εντός του οποίου έφαγε την πρώτην νύκτα εις του γαμβρού την καλύβα η πουγάνα, τ' απλάδια και τα κιλίμια, τόσα πράγματα τα οποία συνέδεον τον βίον της μεταξύ νεανίδος και υπάνδρου, τόσοι μάρτυρες των θλίψεων και των χαρών αυτής!. . . Τόρα όλα αυτά θα έφευγον, θα επήγαιναν εις ξένες χείρας και το παρελθόν θα έμενε μόνον εν τη εσκοτισμένη διάνοια της, αμυδρόν όμως, ως παλαιωμένη εικών αμαυρωθείσα υπό του χρόνου!. . .

Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν: — Έρμη Αθήνα! . . . Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.

Ούτω λοιπόν διά να διέλθη τις την χώραν των Σκυθών εξ αριστερών προς τα δεξιά πρέπει να διανύση τέσσαρας χιλιάδας σταδίων, διά να προχωρήση δε κατ' ευθείαν μέχρι των μεσογείων τις χώρας, άλλα τόσα στάδια. Τοιαύτη είναι η έκτασις αυτής. Οι δε Σκύθαι, επειδή συσκεφθέντες είδον ότι μόνοι δεν ήσαν ικανοί να αντιπαραταχθώσι προς τον στρατόν του Δαρείου, έπεμψαν πρέσβεις εις τους πλησίον χώρους.

Το παιδίον καταληφθέν υπό εμφύτου τινός ενθουσιασμού εσώρευσεν επί της πυράς τόσα ξηρά φρύγανα, ώστε ανέλαμψεν όλον το έρημον Κάστρον με τους ηρειπωμένους τοίχους του, οίτινες έλαβον παντοίας ερυθρωπάς μορφάς φρουρούντων την ερημίαν εκείνην αψύχων φυλάκων· ανέλαμψε και το πέλαγος κελαινόν εις το βάθος κατά τας μεσονυκτίους εκείνας ώρας, ανέλαμψεν από το άλλο μέρος και η μαύρη πλευρά του βουνού.

Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι' αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν