Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα σ' ταποδείξω παστρικά και πειά δεν θ' αμφιβάλης. ΧΟΡΟΣ Τώρα πρέπει τα μυαλά σου, οπού τάχεις τετρακόσια, για την ευτυχία όλων να σκεφθούνε κι' άλλα τόσα. Συ που ευτυχία ξέρεις για της φίλες σου να φέρης, όσο έχεις ευκαιρία πρέπει ναύρης κάθε τρόπο μ' ευτυχίες να στολίσης τους πολίτες και τον τόπο.
Γέμιζε ο ναός πιστούς, γέμιζε κι ο Αρειανισμός πάθος και ζούλια. Ως και πως τρεις Θεούς δίδασκε τον αβάνιαζαν, και με κάθε τρόπο παρακινούσαν τον όχλο να σηκωθή και να κατατρέξη τους Αιρετικούς του Αθανασίου!
Είδαμε στάλλο το κεφάλαιο με τι τρόπο έσμιξε το μονοθεϊσμό και την πολυθεΐα. Είδαμε τι μανία τον έπιασε με τους Ιεροφάντηδες και με τα Μυστήρια τους σαν κατέβηκε στην Αθήνα. Κατάντησε, και στη Γαλατία σαν πήγε, να φέρη επίτηδες Αρχιερέα της παλιάς θρησκείας να τονέ δασκαλέψη. Δέκα χρόνια σιγόβραζε μέσα του ο κρύφιος αυτός ο φανατισμός.
Του κάκου τον παρακαλούν οι Αλεξαντρινοί· όσο παρακαλούσαν, άλλο τόσο αυτός πείσμωνε, και τέλος όχι μονάχα από την Αλεξάντρεια, παρά κι απ' όλη τη χώρα τον ξόρισε. Βρήκε ως τόσο τρόπο ο Αθανάσιος κ' έμεινε στην πρωτεύουσα του, και παρηγόρησε τους πιστούς λέγοντας τους πως « σύννεφο είναι και θα περάση ». Πέρασε το σύννεφο, και γλήγορα μάλιστα.
Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά χαλιά στην Ολλανδία.
Γιατί πολλά θα σου ήλεγα, και να σου φανερόσω, Πως γληγορεύω τον καιρό ναρθώ να σ' ανταμόσω, Πως προσπαθώ νυχτοήμερα μ' αγώνα και με κόπο, Του μισεμού μου κι' ερχομού να κάμω κάθε τρόπο, Και με αυτήν την αφορμή περίσια να σου γράψω, Του νου μου τον περιορισμό να χαμοκαταπάψω, Μον όσο κι' αν δυναστευτώ το νου μου αλλού να στείλω, Εκείνος τρέχει κλέφτικα στο μαθημένον φίλο. Αχ!
Μπαίνουν, κάθονται γύρω γύρω μες στην κουζίνα σαν φιγούρες ενός ονείρου, συγκεχυμένες, αλλά με τονισμένες κατά περίεργο τρόπο κάποιες λεπτομέρειές τους.
Σκεπτότανε να μην πη στη γυναίκα του τη συνάντησή του με το Μόχοχλου και τα όσα ακολούθησαν, έως ότου θάβλεπε τρόπο να ξεμπλέξη. — Εκουράστηκες; είπεν η Σιφογιάννενα. Θωρείς τα δα; Καλά το φοβούμουνε 'γώ. Μα, καλορρίζικε άθρωπε, δε φοβάσαι την αμαρτία, τέτοια σκόλη πούνε; — Αι, ό,τι γίνηκε, γίνηκε, είπεν ο Σιφογιάννης κέπεσε σένα πεζούλι του σπιτιού. Άλλη φορά δε θα το κάμω.
Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό. Τον ρώτησε: — Πόσο χρόνων είσαι; — Σαράντα πέντε.
Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν