Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Κατακόκκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Σταβροκοπιώνται με τρομάρα πολλή, αρχινάει τα ξόρκια ο παπάς, και το σκυλί, γένεται άνεμος κ' έσβυσε, γένεται μπουχός κ' εχάθη...
Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης υπάκουος στη φωνή και το λάστιχο έχυσε ανέμου κύμα μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανεν εκείνος βαθειά, επήρε δύναμι και βαστώντας ψηλά τον λάζο ερρίχτηκε να ξετοπίση τον αντίπαλο. Μα ο άλλος τον επερίμενεν άφοβα· τρίχα δεν εσάλευεν από τη θέσι του.
ΠΝΕΥΜΑ Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω καταδίκην 'ς την γην την νύκτα να πλανώμαι, και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω , ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη κρίματα 'ς ταις ημέραις της φθαρτής ζωής και αν άνωθεν 'ς εμέ δεν ήτο εμποδισμένο να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου, ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν, 'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη, τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα, εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν, ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου· αλλά 'ς αυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου.
Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλου — εκεί στο χώμα τούπεσε — μέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.
Κι ομώνει στο κοντάρι πόχει -που καυχιέται πως πιο κι απ’ το θεό τιμά κι από το φως του πως ότι των Καδμείων την πόλη θα κουρσέψη στου Δία το πείσμα° τέτοια λέει, βουνήσιας μάννας βλαστάρι ωριόπλωρο κι αντρόπαιδον αρχάρης, που ότι και ξεμυτάει στο μάγουλό του χνούδι, σγουρή τρίχα δασειά που η πρώτη νιότη αδρύνει° κι όμως ωμό κι όχι με το παρθενικό του τ’ όνομα σύμφωνο έχοντας το φρόνημά του και γοργ’ ανάβλεμμα, στέκει εμπροστά στις πύλες κι όχι με δίχως καύχησες στις πύλες στέκει.
Τας έβλεπε φυλακωμένας, εις την φοβεράν πτυχήν του κρημνού, παρά τρίχα εις αυτό το χείλος της αβύσσου, και τας εκάλει εις μάτην, διά των καταληπτών εις εκείνας συνθηματικών μονοσυλλάβων· — Αι, αι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα! Εις μάτην. Η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθήσει αδρανείς, ανάλγητοι, αναίσθητοι, και ουδ' απήντων διά βελασμού εις τας προσκλήσεις του βοσκού.
Διότι το εξαρτώμενον είναι αγαπητόν εις τον ιδιοκτήτην του, λόγου χάριν το δόντι, η τρίχα και οτιδήποτε άλλο εις τον έχοντα αυτά, ενώ εις εκείνο το εξαρτώμενον δεν είναι τίποτε ο ιδιοκτήτης, ή είναι κάτι ολιγώτερον. Αλλά τούτο προέρχεται και από την πολυκαιρίαν.
Και καθένα με τον δρόμο του. Μα τι δρόμο! ούτε τρίχα, δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Όλα με το τσιμπούκι στη δύσι έβλεπαν, λέγεις, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερό φάντασμα να προβάλη από τα ουρανοθέμελα. Κάτω η θάλασσα στρωτή έμοιαζε λαπά χρυσογάλαζον. Εδώ κ' εκεί εμολύβιζεν από τον ίσκιο διαβατάρικου σύγνεφου.
Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν των ανθρώπων.
Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιωτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν