Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Και 'ς ένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου.»
Ταράξου συ και δείξε τους 'ς τη Δύσι, 'ς την Ευρώπη, Πώς όλοι δεν κοιμώμαστε, . . . φυλάει καραούλι Ο γέρω-Ψηλωρείτης σου, αν Πίνδος και Ροδόπη Κοιμώνται, αν το γέρικο κοιμάται ακόμα Σούλι . . ., Αχ, δεν κοιμάται . . . 'ρήμαξε!! . Εκείναις ήτανε χρονιαίς ελληνικαίς αλήθεια· Τότ' έβραζε ζεστή καρδιά 'ς ανδρειωμένα στήθηα!
Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματα 'ς τη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσω 'ς τα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.
Μα όχι! στου Διός θα ορκισθώ το θρόνο τον πολύαστρο, κι ακόμα στην Αθηνά, των βράχων μου θεάν, μα και στο ακρογιάλι το ιερό του Τρίτωνος της λίμνης, πως θα κάνω το σφάλμα μου γνωστό, να ελαφρώσω τα στήθηα μου από το βάρος τους αυτό.
Θύραις ολούθε ανοίγουν Κι' ολούθε τώρα οι χριστιανοί 'ςταίς εκλησιαίς μας σμίγουν 'Στό Μεσολόγγι μοναχά, απόψι διακρίνω Μέσα 'ς ταις εκκλησιαίς ερμιά, και η ερμιά εκείνη Βαρύ κρυφό παράπονο κατάκαρδα μου αφίνει Που ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω Και μου ραγίζεται η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι Με πνίγουν μέσ' ς'τα στήθηα μου. Καϋμένο Μεσολόγγι!
Κι' ανάμεσ' από τα κλαριά φαίνεται 'ς το φεγγάρι 'Σάν να τινάζη γέρικο τη χαίτη του λιοντάρι. Το 'μάτι του χύνει αστραπαίς ας είνε γερασμένο· Κι' όταν αναστενάζουνε τα λάσια του τα στήθηα. 'Σάν να μουγγρύζη ακούγεται σύγνεφο φορτωμένο. Ποιος ξέρει τι να κρύβεται και 'ς αυτουνού τα βύθηα, Τι πίκρα, τι παράπονο!
Κάθεται η νηά κι' ακαρτερεί 'ςτ' ακρογιαλιού τα βράχια. Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας, Και σπούνε μέσ' 'ςτά πόδια της τα κύματα με βόγγο. Ώραις τηράει το πέλαγο, ώραις τηράει μπροστά της, Νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο, Αν είδαν κάπου νάρχεται τ' αγαπημένου η βάρκα. Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε, Κι' αναστενάζουνε βαρειά βαρειά της νηάς τα στήθηα.
Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.
Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.
Αν ίσως κάνης συ αυτά οπού εγώ σου λέω, θάχης τα στήθηα δυνατά, το χρώμα σου ωραίο, θάχης τον ώμο σου μακρύ, θάχης τη γλωσσά σου μικρή, θάχης πλατειά τα πισινά θάχης κοντά τα μπροστινά. Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση, και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση, και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη του Αντιμάχου του αισχρού την πουστοσύνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν