United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλησίον αυτού καψαλός σκύλος, με ανωρθωμένον και άτακτον τρίχωμα, επέμενεν οσφραινόμενος το έδαφος μέσω σμήνους ορνίθων, αι οποίαι είχον εισπηδήσει εντός ζητούσαι διά τιτιβισμών την πρωινήν τροφήν των. Προ της θύρας ο εύρωστος ίππος του Μελοπούλου, ζευγμένος εις το κάρρον, έτρωγε την φορβήν του, ανακινών από καιρού εις καιρόν τα ώτα και τύπτων τους πόδας, ωσεί βιαζόμενος να εκκινήση.

Άλλην φοράν βλέπεις τα λοιπά, Μένιππε. ΜΕΝ. Πήγαινε. Και αυτά που είδα είνε αρκετά, Αιακέ. 21. &Μενίππου και Κερβέρου.& ΜΕΝ. Ειπέ μου, Κέρβερε, σε παρακαλώδιότι είμαι συγγενής σου, αφού και εγώ είμαι σκύλος , — πώς ήτο ο Σωκράτης όταν ήλθε εδώ κάτω. Υποθέτω δε ότι, αφού είσαι θεός, δεν υλακτείς μόνον, αλλά και 'μιλείς ως άνθρωπος, οσάκις θέλεις.

Χέρι μη τον εγγίση!. . . Εδώ θα μείνη! Ω! ρίχνομαι προύμυτα. Θε να ταπεινωθώ μπροστά τους, αφού το θες, να, θα γονατίσω έτσι και θα κυλίσω το κεφάλι μου στα χώματα και θα συρθώ σαν σκύλος και θα τιναχθώ σαν το σφαγμένο το πουλί και το δαιμονισμένο θα μουγκρίσω του βωδιού το ούρλιασμα, σαν το παγαίνουν να το σφάξουνε. . . Μόνο μια χάρι σου ζητάω.

Οι χωρικοί καταλυπημένοι, ξαφνισμένοι από τ' ανεπάντυχο κακό, απόμειναν σαστισμένοι, ταμπλοβαρεμένοι. Ο νοικοκύρης του λινού, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα κορίτσια, ο σκύλος του, ο μεγαλόσωμος και κατσαρός σκύλος, με χαμηλωμένο κεφάλι, με θολά μάτια κι αυτός, εγώ, όλοι βγήκαμε όξω, τραβήξαμε στ' αλώνι.

Αλλ' εις συμπόσιον ποιος δύναται να ανταγωνισθή προς παράσιτον είτε χαριεντιζόμενον είτε τρώγοντα; Και ποίος περισσότερον αυτού διασκεδάζει τους συμπότας; Αυτός ο οποίος άλλοτε μεν τραγουδεί, άλλοτε δε αστειεύεται ή άνθρωπος ο οποίος δεν γελά, αλλ' είνε τυλιγμένος εις τον μανδύαν του και βλέπει προς τα κάτω, ως να παρίσταται εις πένθος και όχι εις συμπόσιον; Εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ότι εις το συμπόσιον ο φιλόσοφος είνε όπως σκύλος εις λουτρόν.

Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς. Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε. — Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ. — Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.

Είδα καλά τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα. — Τους άτιμους! εψιθύρισα.

Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη. Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα της παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει.

Ενώ θεωρούμεν τα ζώα κατώτερά μας και δεν δύναται ακόμη να χωρέση εις το λογικόν μας η θεωρία περί της μεταξύ ανθρώπου και κτηνών συγγενείας, αφ' ετέρου δίδομεν πολλάκις περισσοτέραν πίστιν εις το ένστικτον αυτών παρά εις την ιδικήν μας νοημοσύνην. Πόσοι δεν πιστεύουν ότι ο σκύλος προμαντεύει τους θανάτους και τα δυστυχήματα και ότι θρηνεί ημέρας πριν αποθάνη γνώριμός του άνθρωπος;

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.