Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Και δεν σας φαίνεται περίεργον ότι οι τοιαύτα πιστεύοντες ουδέποτε σκέπτονται ότι ο σκύλος ουρλιάζει ίσως διά τον επικείμενον θάνατον ομοφύλου του; Είνε και τούτο μία εκ των εκδηλώσεων της παιδαριώδους οιήσεως και του εγωισμού του ανθρώπου, όστις νομίζει ότι τα πάντα γύρω του εδημιουργήθησαν διά να τον υπηρετώσιν εφ' όσον ζη και διά να τον θρηνήσωσιν όταν αποθάνη.

Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος απάντησε του Δία 410 «Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος, Μον έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες, στο πλοίο ομπρός.

Πατέρας λοιπόν αυτών δεν είναι ο σκύλος; — Βέβαια· τον είδα και με τα μάτια μου που ανέβαινε τη σκύλα μου. — Αυτός ο σκύλος δεν είναι δικός σου; — Μάλιστα. — Λοιπόν ο σκύλος αυτός που είναι πατέρας, είναι δικός σου, επομένως πατέρας δικός σου, και συ αδελφός των κουταβιών.

Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια. Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο.

Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ' αυτήν την λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώση κ' εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγη ο σκύλος.

Ο πατήρ του Ρούντυ ήτο ταχυδρόμος· ο μεγάλος σκύλος, που έμενε εις το δωμάτιον κοντά εις τον πάππον, ηκολούθει διαρκώς τον πατέρα του Ρούντυ κατά την περιοδείαν, που έκαμε πέραν από το Σιμπλόν κάτω προς την λίμνην της Γενεύης. Εις την κοιλάδα του Ροδανού εις το καντόνιον Βαλαί ακόμη έμενον προς πατρός συγγενείς του Ρούντυ. Ο θείος του ήτο δεινός κυνηγός αιγάγρων και πασίγνωστος οδηγός.

Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξι, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους.

Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό. — Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά.

Κάθε μου λέξις ήτο και όρκος, και τον επατούσα αμέσως ενώπιον του Ουρανού. Αγαπούσα πολύ το κρασί· και ακόμη περισσότερον τα τυχηρά παιγνίδια. Εξεπερνούσα και Τούρκον εις την ερωτομανίαν. Είχα καρδίαν άπιστου, αυτί προδότου, χέρι φονηά. Ήμουν χοίρος εις την ακαμωσιά, αλωπού εις την κατεργαριά, λύκος εις την αχορταγιά, σκύλος εις το λύσσασμα, λέωντο κυνήγημα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν