Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, είνε διπλή: τη μνήμη έχω μεγάλη σαν μου χρωστούν οι άλλοι. Μα το μνημονικό σωστό ποτέ δεν τώχω σαν χρωστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έλα λοιπόν, νάσ' έτοιμος• καιοποίον λόγο κάνω σοφόν για τα μετέωρα, συ χύμηξέ του απάνω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς; τη σοφία το λοιπόν θα γεύωμαι σαν το σκυλλί; Και τι κάνεις, πες μου εμένα, σαν της τρως από κανένα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βάλ' το ρούχο κάτω τώρα.

Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι' έβγαλε ένα τσιγάρο, κ' ενώ άπλωνε να το δώση του Φετάνη, αυτός αντί να πάρη το τσιγάρο, του δίνει μια βαθειά μαχαιριά στα πλευρά! — Άπιστο σκυλλί, μ' έφαγες! Πρόφτασε μόνο να ειπή ο Λέντζος κι' έπεσε καταγής νεκρός.

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

«Που θάφτουνταν εξάμηνο στης γης το μαύρο χώμαΑλήθεια τα μισό το χινόπωρο, όλον το χειμώνα και το Μάρτη ακόμα η χελώνα βρίσκεται ναρκωμένη μέσα στα χώμα. Γι’ αυτό και θεωρείται κατάλληλη για τα μαγικά. Ο Ασβός είναι νυχτόβιο τετράποδο, που δε βγαίνει ποτέ την ημέρα. Ονομάζεται λατινικά Trohus. Στο μέγεθος είναι μικρότερο από κοινό σκυλλί.

Τοιούτου πατρός τον υιόν ηθέλησε να μυήση εις τα μυστήρια της ρωμουνικής προπαγάνδας ο εξ Αβδέλας επικατάρατος Μαργαρίτης. Δος μου, είπεν εις τον γέρω Κρυστάλλην, το παιδί σου τον Κώστα να τον στείλωτο Βουκουρέστι να γείνη μεγάλος άνθρωπος. — Ούτε το σκυλλί μου δεν σου δίνω, του απήντησεν ο Κρουστάλλης,

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Μπήκαν στα ψηλά χόρτα και της φτέρες. Τα δέντρα ξανάκλεισαν πίσω τα κλαδιά τους. Και χαθήκανε μέσ' τα φυλλώματα. Ακούστε μια ωραία περιπέτεια, Άρχοντες. Ο Τριστάνος είχε αναστήσει ένα σκυλλί: ένα λαγωνικό, ώμορφο, ζωηρό, ελαφρό στην τρεχάλα. Κανένας κόμης κι' ούτε ο ίδιος ο Βασιληάς δεν έχει το όμοιό του για το κυνήγι με το τόξο. Τον έλεγαν Χουσδάν.

«Α! σκέφτηκε, στέκει να βρίσκω την ανάπαυσι μ' αυτόν τον τρόπο, ενώ ο Τριστάνος είναι δυστυχισμένος; Θα μπορούσε να κρατήση αυτό το μαγεμένο σκυλλί και να ξεχνάη έτσι όλο τον πόνο του. Αλλ' από ευγενική καλωσύνη προτίμησε να μου το στείλη, να μου δώση τη χαρά του και να ξαναπάρη τη λύπη του. Αλλά δε στέκει αυτό το πράγμα, Τριστάνε, θέλω να υποφέρω όσο υποφέρεις και συ».

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν