Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάση με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίση καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζεν. Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολεττί, κ' επεριμένετο να έλθη. Είχε μαζύ του με το γολεττί και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα.

Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν. — Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου πήτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε; — Νά, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. — Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάση τις μπερμπατιές του, λέει άλλος. — Αυτός θα είνε ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.

Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας . . . τότε η καμπούρα φεύγει από πάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν . . . Κι' όλοι μας γινόμαστε ίσιοι, ίσιοι και όμοιοι, ίσωμα, σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση. Αίφνης της γραίας της ήλθε μία ιδέα.

Προσπαθούσα να ησυχάσω τον εαυτό μου με την τελευταία σκέψη, μα δεν το κατώρθωνα καλά. Και σιγά σιγά άρχισα να βλέπω τη ζωή της γυναικός μου μ' ένα νέο και διαφορετικό φως, με το φως που έμελλε να τη σκεπάση τέλος ολάκερη. Δεν μπορώ να περιγράψω το όλωςδιόλου νέο αίστημα της τρυφερότητας που ξύπνησε μέσα μου με τους στοχασμούς αυτούς, που μου είναι αδύνατο να τους εκφράσω με λόγια.

Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα.

Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας.

Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη. Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ' οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά.

Η Ευανθία, ως τας είδε, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψη ή να τα κάμη άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως, ανεσήκωσε το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάση.

Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην, ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον! Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου. Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε! Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου. Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου!

Ο Κουλούφ έμεινεν ωσάν νεκρός διά την φανέρωσίν του· και η Δηλαρά γνωρίζοντας από τούτα τα λόγια ότι ο νομιζόμενος σκλάβος ήτον ο ίδιος ο βασιλεύς, εσηκώθη ευθύς από τον τόπον της, και έτρεξε διά να χαλέψη ένα μπούλωμα διά να σκεπάση το πρόσωπόν της. Α, ημείς είμασθε χαμένες, λέγει με χαμηλήν φωνήν προς τες άλλες νέες. Εκείνος δεν είναι σκλάβος, αλλά είναι ο ίδιος ο βασιλεύς.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν