Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν. — Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου. Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει μετά το δείπνον κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος.
Ούτε ο λέγων εφαίνετο να ηξεύρη ακριβώς τι έλεγεν, ούτε οι ακροαταί του ενόουν ευκρινώς τι ήθελεν ο αγορητής να είπη. Εκείνο το Σάββατον, οπού ο κυρ Δημητράκης επέστρεφεν οίκαδε περί την μεσημβρίαν, σοβαρός και γαλήνιος, σκεπτικός εις όλον τον δρόμον, είχε συζητηθή θέμα πολύ ευγενές εις το Κιόσκι, εις την συνάθροισιν των προεστών.
Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
Όλοι οι υπόχρεοι εις την αγγαρείαν εγόγγυζον, διότι ο μεν ένας είχε το σάββατον εργασίαν μη επιδεχομένην αναβολήν, ο δε άλλος έκρινεν άδικον να έχουν όλοι ίσην υποχρέωσιν, εν ώ αι ιδιοκτησίαι ήσαν άνισοι· υπόχρεως ήτο και ο Σαϊτονικολής, διό και είπεν: — Εγώ λέω να στείλω το Μανώλη. Αλλ' η Πηγή παρενέβη υπέρ του Μανώλη. — Ασυνήθιστος είνε και θ' αρρωστήση. Μη τονε πέψης.
Αλλέως . . . — πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς. Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου!
Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγός του είχε λάβει τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ.
Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.
Από πού, θαρρείς, έγεινε καπετάνιος, με δυο καράβια, ο Γιάννης ο Σκοινάς; Είχε εργάτες στο χωράφι, κάτω απ' την Αραδιά, κατά το γιαλό, κοντά στο ρέμμα. Ήτον Σάββατον βράδυ. Όλη μέρα ξεσκάλωναν, βοτάνιζαν, έσκαβαν.
Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!
— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν