United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν λοιπόν, έστω και ολιγίστη χιών έπιπτεν εις τα μέρη διά των οποίων ρέει ο Νείλος και εις εκείνα εκ των οποίων άρχεται το ρεύμα του, ουδέν τούτων θα συνέβαινε, και το πράγμα είναι προφανέστατον. Εκείνος όστις ωμίλησε περί του Ωκεανού διά να βασίση την εξήγησίν του επί υποθέσεως σκοτεινής, ούτε εξελέγξεως είναι άξιος.

Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήσηκατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν . . . . Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των. — Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό!

Τον έβλεπα πλαγίως όπισθεν του βράχου, όστις μ' επροφύλαττεν. Έτρεχον τα νερά του, αφρίζοντα όπου το ρεύμα εύρισκε πρόσκομμα επί της βραχώδους κοίτης. Η θέα των μ' εταντάλιζεν. Εις εκείνα προσήλωνα τα βλέμματα· και γεμίζων και κενώνων το όπλον, τον νουν μου είχα διαρκώς εκεί κάτω. Ήθελα να καταβώ, να πίω, να κορέσω την δίψαν μου.

Διασχίσαντες ούτω την Ελβετίαν, έφθασαν ακολουθούντες έπειτα το ρεύμα του Ροδανού εις μίαν γυναικείαν μονήν της Προβηγκίας. Κατόπιν νέων περιπετειών ευρέθησαν εις Τουλώνα και εκεί επιβάντες πλοίων έφθασαν εις την Κόρινθον και τας Αθήνας. Διελθόντες δε την νύκτα επί της Ακροπόλεως οι δύο ξένοι ώδευσαν την επομένην προς την μονήν του Δαφνίου.

Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων. Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.

Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος ότι τα πάντα προχωρούν και τίποτε δεν μένει στάσιμον, και παρομοιάζων τα όντα προς ρεύμα ποταμού λέγει ότι δύο φοράς δεν είναι δυνατόν να εμβής εις τον ίδιον ποταμόν. Ερμογένης. Έτσι είναι. Σωκράτης.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Μετ' ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν.

Και είτα ετραγωδούσαν με την γλυκείαν λεπτήν φωνήν των και αι τέσσαρες εν αρμονία θελγούση και πολλάκις εχόρευον. Ω! και έψαλλον καλλιφώνως, ναι, έψαλλον εις το ρεύμα αι ευσεβείς νεάνιδες το ωραίον τροπάριον της Παναγίας, της γειτονίσσης των, ως την απεκάλουν τρυφερώς αι τρυφεραί κόραι. «Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας... »