Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ω Πάρις, διατί να έλθης εις την Ελλάδα συ, όστις ανετράφης βοσκός λευκών αγελάδων εις την τρωικήν Ίδην συρίζων βάρβαρα μέλη, και δι' αυλού φρυγικού επεχειρήσας εδώ να ψάλης ήχους Ολυμπίους; Έζης βόσκων εκεί καλάς γαλακτοφόρους δαμάλεις, ότε η περί κάλλους έρις των θεαινών σ' εκάλεσε κριτήν εις την Ελλάδα προ των ελεφαντίνων ανακτόρων των.
Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους.
Ιδού τι περί τούτου γράφει ο ημέτερος Νίκανδρος Νούκιος, επισκεφθείς την Αγγλίαν είκοσι μόλις έτη προ της του Σαικσπείρου γεννήσεως: «Απλοϊκώτερον δε προς τας γυναίκας σφίσιν είθισται και ζηλοτυπίας άνευ.
Η γρηά Γαλανή ήτο εις μεγάλην απελπισίαν: αν ο καιρός εξηκολούθει άστατος και οι κατσίκες δεν εύρισκον το γάλα των, τα κατσικάκια θα έλυωναν 'ς τα πόδια των. . . Και μετ' ολίγον η φοβερά όψις του Γιαννίκου θα εφαίνετο προ της καλύβας και θα ηκούετο η τραχεία του φωνή, η οποία όπου αντηχήση φέρει καταστροφήν, ως η φωνή της κουκουβάγιας. — Βάλε και τη σούβλα· βάλε και το κουδούνι!
— Και τόσον λοιπόν κρονόληρος κατήντησες, Σωκράτη, είπεν ο Διονυσόδωρος, ώστε να έρχεσαι να μας επαναλαμβάνης τώρα εκείνα που είπαμεν εις την αρχήν; και αν είπα τίποτα πέρυσι θα το ενθυμηθής τώρα, με αυτά όμως που σου λέγω αυτήν την στιγμήν δεν ηξεύρεις τι να κάμης; — Διότι, είπα εγώ, είναι πολύ δύσκολα· και φυσικά, αφού τα λέγουν άνθρωποι τόσον σοφοί· και αυτό που είπες τώρα τελευταία είναι όχι ολιγώτερον δύσκολον, και πράγματι δεν ηξεύρω τι να κάμω· διότι τι θέλεις να είπης με αυτό το: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης&, που μου λέγεις, Διονυσόδωρε; ότι δηλαδή δεν ημπορώ να αναιρέσω τα επιχειρήματά σου; διότι, ειπέ μου, τι άλλο εννοεί αυτή η φράσις σου: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης& με τον λόγον μου; — Ακριβώς αυτό που λέγεις, πως είναι πολύ δύσκολον να κάμης τίποτε· διότι, έλα να σ' ερωτήσω. — Πριν να μου απαντήσης εσύ, Διονυσόδωρε; — Πώς, δεν θέλεις να αποκριθής λοιπόν; — Μα είναι δίκαιον αυτό; — Και βέβαια είναι. — Και για ποιο λόγο; ή επειδή ίσως μας ήλθες εδώ πράγματι σοφώτατος εις την τέχνην των λόγων και γνωρίζεις πότε πρέπει να αποκρίνεται κανείς και πότε δεν πρέπει; έτσι και τώρα δεν θα απαντήσης ουδέ λέξιν, επειδή γνωρίζεις ίσως ότι δεν πρέπει; — Εξακολουθείς να φλυαρής, βλέπω, και ξεχνάς να αποκριθής· μα έλα, καλέ μου, κάμε αυτό που σου λέγω, και απάντησέ μου, αφού το ομολογείς πως είμαι σοφός. — Ας υπακούσω λοιπόν, αφού είναι ανάγκη, καθώς φαίνεται· εσύ είσαι ο κύριος, λοιπόν εις τας διαταγάς σου, ερώτα με. — Λέγε μου, εκείνα που εννοούν είναι όσα έχουν ψυχήν, ή εννοούν και τα άψυχα; — Όχι, εκείνα που έχουν ψυχήν μόνον. — Και μήπως ηξεύρεις κανένα λόγον, καμμίαν φράσιν, που να έχη ψυχήν; — Όχι, μα την αλήθειαν. — Πώς λοιπόν με ηρώτησες προ ολίγου: τι εννοεί η φράσις σου; — Τι άλλο, παρά θα έκαμα αυτό το λάθος, καθώς φαίνεται, από βλακείαν μου· ή μήπως δεν έκαμα λάθος, αλλά είναι και αυτό σωστόν, που είπα πως εννούν και οι λόγοι; τι λέγεις και συ, έκαμα λάθος ή όχι; διότι αν δεν έκαμα, ουδέ συ θα με εξελέγξης, με όλην σου την σοφίαν, ούτε θα ημπορέσης να κάμης τίποτε με αυτό που είπα· αν δε έκαμα λάθος, ουδέ τότε πάλιν θα έχης δίκαιον, αφού υπεστήριξες ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να απατηθή· και δεν θα ειπής βέβαια τώρα, ότι με αυτά που λέγω, αναφέρομαι εις πράγματα που έλεγες πέρυσι· αλλά μου φαίνεται, Διονυσόδωρε και Ευθύδημε, ότι αυτός ο λόγος μένει πάντοτε εις την θέσιν του, και ότι, όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, ενώ ρίπτει καταγής τους άλλους, πίπτει όμως και ο ίδιος· και αυτή δε η τέχνη σας δεν έχει εύρη ακόμη τρόπον, ώστε να μη συμβαίνη αυτό, αν και είναι τόσον πράγματι θαυμαστή διά την λεπτολογίαν της.
Ο Χριστός αντί παντός προοιμίου έλεγεν «Ακούσατε». Ήθελε διά τούτου να επιστήση την προσοχήν, όχι απλήν την περιέργειαν ή και το ενδιαφέρον να κινήση, αλλ' ηξίου προ πάντων την προσοχήν, και υπεδείκνυε την ευθύνην, των μη θελόντων ν' ακούσωσι και να ωφεληθώσιν.
Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο ασθμαίνων και περιπόρφυρος.
— Μην τα ρωτάς, αδερφέ είχα μια δουλειά να τελειώσω, μα ούτε τη δουλειά μου έκαμα κ' ενυχτώθηκα· θα νάρθω 'ς το κονάκι απόψε. — Καλώς νάρθης. Ο Δημήτρης ήτο καταμόναχος· ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς είχε. Ήτο ξένος χωρικός, εγκατασταθείς προ πολλού χρόνου εις την κωμόπολιν· εκάθητο μόνος εις μικρόν χαμόσπιτον, υπηρετών αυτός εαυτόν κατά το δείπνον, ως ασκητής.
ΛΟΥΚ. Και όμως πρέπει να γνωρίζετε ότι αν φονεύσετε εμέ θα φονεύσετε εκείνον εις τον οποίον προ πάντων έπρεπε να ευγνωμονήτε, ο οποίος είνε οικείος προς υμάς και φίλος και ομόφρων και, αν μου επιτρέπετε να το είπω, προστάτης και φύλαξ της διδασκαλίας σας και πολύ εκοπίασα εξ αγάπης προς υμάς.
Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν τρεις ή τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Θόλου δύο ή τρεις δωδεκάδας εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς, εις βάρος των υποψηφίων, τους ναύλους και τα χασομέρια των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν