Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.
Ένας τρελλός ημπορεί επί τινα χρόνον να ευρίσκεται εις την λεγομένην περίοδον ηρεμίας, αλλά πρέπει πάντα να περιμένη κανείς ότι θα επανέλθη εις την περίοδον της αταξίας. Εξ άλλου η πονηρία του είναι κυριολεκτικώς παροιμιώδης.
Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό.
Μον ίσα τώρα απάνου του τραβάμε — τα κοντάρια μη λυπηθείς — κι' ας δούμε δα, :θα σφάξει εδώ τους διο μας και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα τρεχαντήρια, 245 ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλο.» Έτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.
Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πως Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν συμμαχό τους την πονηριά και το δόλο.
— «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Ο Πειρασμός «Μετά των θηρίων». — Τεσσαράκοντα ημέραι. — Η στιγμή της εξαντλήσεως. — Ο πρώτος πειρασμός. — Η πονηρία του. — «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος». — Αι προτάσεις του πειρασμού. — Το πτερύγιον του Ναού. — Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ — Η νίκη.
Ήτο φοβερόν πράγμα να αισθάνηταί τις, όπως τινές των επιζώντων και των αυτοπτών, και ούτοι ουχί Χριστιανοί ησθάνθησαν, ότι η πόλις ήτο αξία της καταστροφής, την οποίαν υπέστη, διότι είχε παραγάγει γενεάν ανθρώπων, οίτινες υπήρξαν οι αίτιοι, των συμφορών της· και ό,τι «ούτε άλλη πόλις υπέστη ποτέ τοιαύτα δεινά, ούτε άλλος αιών εγέννησέ ποτε γενεάν γονιμωτέραν εν ανομία και πονηρία, ή όσον ήτο αύτη από καταβολής κόσμου».
Λίγο λίγο ξεφανερώνουνται όλα και ξετρυπώνουν. Γκρέμησε πια τα ντουβάρι. Κάθουμαι και προσμένω στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη εκεί κάτω. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Μη φοβάσαι. Τώρα είμαι ήσυχος. Δε θυμώνω. Εδώ χρειάζεται κρύο αίμα και σκέψη. Κρυφά κρυφά όλα τα παρατηρώ ένα ένα — και παίρνω και σημείωση. Θέλει το πράμα συλλογή, πομονή και πονηριά. Μη φοβάσαι.
Μηνόντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερόνει· Και τη φωνή για ν' ακουστή με δύναμι σηκόνει. 290 » Ω Μπακακάδες, πόλεμον, οι Ποντικοί με στέλλουν, » Να σας κηρύξω σήμερα· και αυτόν με δίκιο θέλουν. » Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο, » Καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλον, » Στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη, 295 » Του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι. » Και ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν ήστε, » Σα σας βαστάει, εδώ είμεστε, ελάτε, πολεμήστε.
Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκιο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει Προς ωφέλειαν κοινή. %Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και να σύρη, Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, Ε της λέει, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν