United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κορδελλιέρος, πριν τον κρεμάσουνε, μολόγησε, από πού τάχε κλέψει· υπέδειξε τα πρόσωπα και το δρόμο πούχανε πάρει. Η φυγή της Κυνεγόνδης και του Αγαθούλη έγινε πια γνωστή. Τους κυνήγησαν ως τα Γάδειρα· στείλανε, χωρίς να χάνουνε καιρό, ένα πλοίο κατόπι τους. Το πλοίο είχε φτάσει τώρα στο λιμάνι του Βουένος-Άυρες.

Επειδή όμως οι σεισμοί στο μεταξύ περάσανε, δεν πρόσεξε ο Αρκάδιος στα λόγια του Νείλου. Κάτι πολύ σωστό και βαθιοστόχαστο παρατηρήθηκε για το Χρυσόστομο, κι αξίζει ναναφερθή πρι να κλείσουμε τα λίγα αυτά σημειώματα. Ύστερ' απ' αυτόνα δε βλέπουμε πια Πατριάρχη που να σηκώνεται και να πολεμάη την κακία και την παραλυσία του παλατιού.

Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό.

Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

Δεν το στολίζει μέσα πια το φτωχικό σπιτάκι της άμοιρης Χρηστίτσας, αγνή σαν του Επιτάφιου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Δεν τομορφίζει τόρα πια η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της.

Και θα τους ρωτήσουμε αυτούς αν το έχουν για μικρό και ασήμαντο το ζήτημα να καθαριστούν τα ακάθαρτα, χάρις στην καθαρεύουσα, μυαλά του έθνους, και αν δεν είναι σπουδαίο, να στοχαζόμαστε καλά. Άλλως τε το είπαμε και παραπάνω, το είπε και κάποιος αρχαίος: «και τούτο δει ποιείν, κακείνο μη αφιέναι». Αυτή είναι η αρρώστεια, αυτή η σκλαβιά του μυαλού μας, που δεν τη νοιώθουμε πια, τόσο τη συνηθίσαμε.

Θαύρω τεχνίτας διαλεκτούς το σώμα σου να κάμουν κι' απάνω στο κρεββάτι σου εγώ θα το 'ξαπλώσω και πέφτοντας κ' εγώ κοντά γλυκά θα ταγκαλιάζω και λέγοντας σου τώνομα, πως σ' έχω θα νομίζω αν και εσύ δεν θάσαι πια! Παρηγορία μαύρη, μα κάποιο θάρρος στην ψυχή θαρρώ πως θα μου δίνη.

Είδεν ότι καμιά πια εντύπωση δεν τούκανεν ο ναυτόπαιδας υπηρέτης του ύπαρχου, ούτε οι γκέτες του αγγελιοφόρου, ούτε ο κονδυλοφόρος του γραφέα που σημείωνε τις τιμωρίες, ούτε οι ζάρες στο μέτωπο του ύπαρχου που θυμωμένος ξέταζε κάποιο ναύτη.

Δε θέλω πια νακούσω μήτε τόνομά τουΈκλαψα, γιατί λέει πως είναι δυστυχισμένος, πως τον πήρε ο καημός, και φοβήθηκα μήπως εγώ φταίω, μήπως του έδωσα αφορμήκαι δεν ταιριάζει. Μα πώς είναι δυνατό να είμαι η αιτία, αφού μήτε τον κοίταξα μήτε του είπα ποτές μου δυο λόγια; Δε γίνεται να πεθάνη για μένα κι ούτε μπορώ να το πιστέψω. Να τα ξεχάσουμε αφτά, να τα ξεχάσης όπως και γω θα τα ξεχάσω.

Και να μη θέλη να παντρευτή ! με δυο σπίτια πούχει-κι άσε πια το ρουχικό και τ’ασημικό και τα διαμαντικά της μάννας της, σπιτικό παλάτι ολάκερο!