Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
— Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.
Αχ! κύριε, δε μπορείτε να φανταστήτε, τι θα πη νάσαστε υποχρεωμένη να χαηδεύετε με την ίδια αδιαφορία ένα γέρο έμπορο, ένα δικηγόρο, έναν καλόγερο, ένα γονδολιέρο, έναν αββά· νάσαστε εκθεμένη σ' όλους τους εξευτελισμούς, σ' όλους τους διασυρμούς· να καταντάτε συχνά στο σημείο να δανείζεστε ένα πουκάμισο για να πηγαίνετε να σας το σηκώνη ένας άντρας συχαμερός: να σας κλέβη ο ένας, ό,τι κερδίσατε από τον άλλο· να σας φορολογούν οι αστυνόμοι και να σας περιμένουνε στο βάθος του μέλλοντός σας φριχτά γηρατειά, ένα νοσοκομείο και μια κοπριά, ε! τότε θα συμπεράνετε, πως είμαι ένα από τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα του κόσμου.
Μόλις οι δούλοι κατορθώνουν να την κρατήσουν να μη κρεμασθή, και της αρπάζουν από το χέρι το σπαθί που θέλει να τρυπηθή. Τόση είναι η λύπη της και τόσον αναγνωρίζει ότι όσα έκαμε πριν δεν ήσαν καλά καμωμένα. Εγώ λοιπόν εκουράσθηκα να την εμποδίζω να κρεμασθή. Πηγαίνετε τώρα και σεις μέσα και προσπαθήσατε να την αποτρέψητε από τον θάνατον.
Ιεράν Ιστορίαν να κάμετε επανάληψιν το ίδιο, και τρεις αράδες παρακάτω, προσέθηκεν ιδών ότι ελησμόνησε να αλλάξη το μάθημα εις την Ιεράν Ιστορίαν. Πηγαίνετε τώρα! Έν των παιδίων είχεν υψώσει τον δάκτυλον, εις σημείον ότι κάτι ήθελε να είπη. — Τι θέλεις εσύ; ηρώτησεν ανυπομόνως ο διδάσκαλος.
ΑΔΜΗΤΟΣ Πρέπει, εκτός αν εναντίον μου θυμώσης. ΗΡΑΚΛΗΣ Επιμένω, και για να επιμένω εγώ θα πη πως κάτι ξέρω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αφού το θέλεις ας γενή. Αλλά αυτό που κάνεις διόλου δεν μου είναι ευχάριστον. ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορεί ναρθή μια μέρα που ίσως θα μ' ευγνωμονής. Υπάκουσε με τώρα. Πηγαίνετε την μέσα σεις, αφού πρέπει να γίνη. ΗΡΑΚΛΗΣ Α, δεν την εμπιστεύομαι στους δούλους την γυναίκα.
Ακόμα βρίσκει κανείς εδώ κι εκεί κάτω από το Κάστρο. Δώστα μου κι εγώ θα σου τα κάνω ν’ αυγατίσουν». Η Καλίνα της τα έδωσε. Κράτησε μόνο ένα με μια τρύπα και το κρέμασε στο λαιμό της περασμένο σ’ ένα δερμάτινο κορδόνι, κόκκινο. «Πηγαίνετε», είπε στη γυναίκα. «Σώστε μια ψυχή. Κάνετε πως δεν με πιστεύετε για να κρατήσω το μυστικό. Εγώ όμως θα το κρατήσω έτσι κι αλλιώς.» Και έπεσε καταγής σαν νεκρή.
Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε, και έπειτα λαλήσετε. Ξυπνήστε! Σηκωθήτε! Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία! Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε, τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, — τον θάνατον τον ψεύτικον, — κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα! Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε!
Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν