Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Έβλεπε το ξεφάντωμα πιο αργότερα, το Μιχάλη μεθυσμένο στουπί να πετάη αλύπητα τον παρά στα παιχνίδια, το λυγερό τον Πανάγο να σφιχτοκρατάη το χέρι της Βασιλικής στο χορό, και κείνη ξετσίπωτη, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, γοργώνα μονάχη, να κλωθογυρίζη το μαντίλι και να το φέρνη γύρο, να τσακίζη τη μέση της και νανεβοκατεβάζη τα στήθια της, να πέφτη ο αχνός του γοργού της ανασασμού απάνω στον αγαπητικό τηςκι ο κόσμος απέξω να κοιτάζη, νακούγη, να σκάνη στα γέλοια, και ναπορή το τι έπαθε μαθές, όχι πια ο χαζός ο Mιχάλης, μα το γνωστικό ταδέρφι του ο Δημήτρης, που δεν έρχεται να το σταματήση το μεγάλο το σκάνταλο.

Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε.

Μα είνε σοφός! μεγάλος σοφός! Και μας αγαπάει, ου! μας αγαπάει φοβερά! Αν μπορούσε, λέει, θα ρχότανε να πεθάνη στα χώματά μας. — Για να σε ματοχειλίζη συχνότερα· εμουρμούρισε ο Κουτρουμπής από το λάκκο. Ο Αριστόδημος δεν άκουσε ή κι αν άκουσε δεν έδωκε προσοχή. Πήδησε μέσα κι άρχισε νευρικά να πετάη χώματα. Στην κατάσταση που ήταν έμοιαζε με βρυκόλακα π' ανασκαλίζει τον τάφο των γονιών του.

Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!

Ζήτημα δεν είναι, πως το βρίσκει ο καθένας πολύ πιο έφκολο να πετάη στο χαρτί ό τι του κατέβη, μα δημοτική, μα καθαρέβουσα, δίχως να ψάχνη, δίχως να ιδρώνη. Γιατί πάλε κι ο τόσος κόπος; Ελάτε να το ρίξουμε όξω. Δε βλέπετε, καλέ, πως τάχουμε όλα έτοιμα; Τι αγαπάτε, να σας το σερβίρω: Ξενισμούς; Ορίστε! Άλλο τίποτα! Μα κάλλια θέλετε ίσως κ' έναν αττικισμό; Αμέσως!

Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι.

Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα νάχη κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης τόχει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσης εδώ, θαρχίση να σου μισοσφαλνάη τα ματάκια της, να μισοδαγκάνη τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάη ραβασάκια.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν