Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Σεπτεμβρίου 2025
Τ' αδυνατισμένα πρόσωπά τους γίνονται χλωμά, τα ρούχα τους πέφτουν κυρέλια, ξεσκισμένα από τ' αγκάθια. Αγαπιούνται όμως. Δεν υποφέρουν. Μια μέρα, καθώς περνούσαν τα μεγάλα απάτητα δάση, έφθασαν κατά τύχη στο ερημητήριο του αδελφού Ογκρίν. Στον ήλιο, σ' ένα ελαφρό δάσος ιτιών, κοντά στο εκκλησάκι του, ο σεβαστός γέρως στηριγμένος στο δεκανίκι του, πήγαινε με μικρά βήματα.
Και καθώς έκανε το σεργιάνι του, στεκότανε και μπροστά στον τάφο του Λαζαράκη. Περνούσαν ο κόσμος και διάβαζαν στο μάρμαρο: «&Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης&». Έπειτα γυρίζανε κατά τα άλλα τα μνήματα κι' αρχίζανε τα γέλια : «Όλοι τούτοι οι άλλοι στην αράδα, θα ήσαν ίσιοι στη ζωή τους, μωρέ μάτια μου!» Ήρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού.
Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.
Γενναίος ο άγριος Άραβας σπαθίζει Έτοιμος να ορμήσει, δε λυποτακτεί…. Τα ποτήρια περνούσαν από το ένα χέρι στο άλλο. Πότε πότε κάποια γυναίκα πρόβαλε δειλά στην πόρτα.
Άντρες και γυναίκες με τη χαρά ή τη λύπη στο πρόσωπό τους περνούσαν από μπροστά του. Τους εκύτταζε και το μυστικό τους ήταν δικό του πια. Με τη φόρμα και το χρώμα εξανάπλαθε έναν κόσμο. Όλες οι άλλες τέχνες ήταν το ίδιο δικές του.
Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.
Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά. — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός. Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο. Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.
Περνούσαν γυναίκες με ξέπλεκα τα μαύρα μαλλιά στους ώμους σαν πλερέζες∙ ακολουθούσαν άντρες ξεσκούφωτοι με ένα κερί στο χέρι, ξυπόλητοι, σκονισμένοι, σαν να έρχονταν από την άλλη άκρη του κόσμου. Τα μάτια όλων ήταν γεμάτα ερωτηματικά και ελπίδα. Και τα υπομονετικά άλογα ανέβαιναν στο δρόμο γεμάτα χαρά ή πόνο.
Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!...
Και πού το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι' εγώ θε νάκλαιγα μονάχη! Έτσι κ' εκείνη την παραμονή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν