United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το άλλο μέρος ο Κουλούφ, με το να του είχε διηγηθή ο Αναΐππης διά την ωραιότητά της και διά το κάλλος της, του επλήθαινε μία φλογερά περιέργεια διά να ιδή την αλήθειαν. Ετούτη η επιθυμία που τον επείραζε και δεν ημπορούσε να εβγάλη την περιέργειάν του, με το να ήτον νύκτα, τον έκαμε να χάση την υπομονήν, και άρχισε να λέγη.

Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς του και της σιωπής του. — Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται, σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.

Δεν έχουμε τίποτε να του ζητήσουμε, μας τάδωσε όλα, όσα μας χρειάζονται· τον ευχαριστούμε ακατάπαυτα. Ο Αγαθούλης είχε την περιέργεια να ιδή κανένα παπά· ρώτησε πού είναι. Ο αγαθός γέρος χαμογέλασε. — Φίλοι μου, είπε, είμαστε όλοι παπάδες. Ο βασιλιάς κι' όλοι οι αρχηγοί οικογενειών ψέλνουνε ύμνους ευχαριστήριους πανηγυρικά κάθε πρωί και πέντε έως εξ χιλιάδες μουσικοί τους συνοδεύουνε.

Καθίσανε στον ψάθινο καναπέ, κάτω απ' την ανθισμένη γαζία, σφίγγοντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Όταν ενύκτωσε και πήγε να κοιμηθή η Παυλίνα, πέταξε απάνω στο τραπέζι το μικρό χαϊμαλί. — Τι του ήρθε, είπε μέσα της, να μου στείλη αυτό το πραματάκι. Έτσι πάντα στάθηκε ανόητος! Έπειτα το πήρε στα χέρια της και το κύτταξε με περιέργεια. Το μετάξι του ήτανε ξεθωριασμένο απ' την πολυκαιρία και βρώμικο.

Δεν παρώξυνε τοσούτον η νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας, αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε.

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Δείχνοντας τον, ρώτησε, «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;» Η απάντηση ανέκοψε την επιπόλαιη περιέργειά του. «Εάν θελήσω να χρονοτριβήσει μέχρι να έρθω, τι σε αφορά εσένα αυτό; Εσύ να Με ακολουθήσεις.» Ο Πέτρος δεν τόλμησε να τον ρωτήσει περισσότερα και η απάντησηπου ήταν επίτηδες ασαφήςοδήγησε σε μεγάλη παρεξήγηση διαδεδομένη στην αρχική εκκλησία, ότι ο Ιωάννης δεν επέπρωτο να πεθάνει μέχρι να έλθει ο Χριστός.

Το μουλάρι θα τρόμαξε βέβαια από τον αλλόκοτο αναβάτη, αλλά και με τέτοια μανία το κτυπούσε ο καταχανάς με τη ξιφολόγχη, που το ζώον άρχισε να τρέχη σαν τρελλό. Ο καταχανάς όμως στεκότανε καλά στο σαμάρι. Κατόπιν του έτρεξε κένα πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον κεφαλοχωρίου. Άλλοι από συγγενικό ενδιαφέρο, άλλοι από περιέργεια κένας από συμφέρο. Ο χωρικός πούχε το μουλάρι. Αυτός πήγαινε πρώτος.

Ήτανε κι' άλλοι ανθρώποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι' αλλοίθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα, ούτε πετούμενο, ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο. Οι ανθρώποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κύτταζαν. Τον κύτταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με συχαμό.