Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025


Καν απ' τη λουλουδόστρωτη δε βγήκαν Λακωνία, καν φτάσανε ως εδώ κι' αφτοί με τα θαλάσσια πλοία, 240 μα τώρα στων αντρών δε θεν τη μάχη να προβάλουν σα ντροπιασμένοι απ' τις πολλές πομπές μου κι' ατιμίεςΈτσι είπε, μα τους διο αδερφούς το χώμα τους κρατούσε στη Σπάρτη εκεί μες στης γλυκιάς πατρίδας τους τον κόρφο.

Αλλά και μετά τόσα έτη δεν τώχε λησμονήσει κέτσι μου θύμησε το δάσκαλό μου. Ο Καπετανάκης δε φρόντιζε μόνο για τη σωματική μας ενίσχυση, αλλά και για να μας αναπτύξη το θάρρος και την τόλμη. Κιαυτά για να γίνωμεν, ως έλεγεν, αντάξιοι και καλλίτεροι των προγόνων κέτσι να τελειώσωμε το έργο των, την απελευθέρωση της πατρίδας. Για να κάμωμε κορμιά γερά, μας παρακινούσε στα γυμναστικά παιγνίδια.

Αυτών των συγγραμμάτων τον ένα μέρος μόνον έγινε τρόπος, όσον συγχωρούσαν αι περιστάσεις, να μαζωχθή και να τυπωθή, όχι μόνον διά να γίνη κοινόν εις το έθνος, αλλά και διά να δοθή κάποια βοήθεια εις την χήραν γυναίκα του, η οποία, διά τα φρικτά της πατρίδας δυστυχήματα, έμεινεν υστερημένη των αναγκαίων, και εις την οποίαν θα δοθούν όλα τα χρήματα οπού θα συναχθούν από την παρούσαν έκδοσιν, αφ' ου εύγουν τα αναγκαία της εκδόσεως έξοδα.

Διότι λόγου χάριν, δι' όνομα του Διός και του Απόλλωνος, αγαπητοί μου κύριοι, εάν ερωτήσωμεν αυτούς τους ιδίους θεούς ο οποίοι έθεσαν τους νόμους εις τας πατρίδας σας, άραγε δικαιότατος βίος είναι ηδονικώτατος, ή δύο είδη βίου υπάρχουν, εκ των οποίων ο είς μεν είναι ηδονικώτατος, ο δε άλλος δικαιότατος.

Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι' όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά. Τι πικρή που θα είταν ακόμα η Ξενιτειά, αν δεν είταν και τα όνειρα!

Οι δύο στρατοί ώφειλον να επανέλθωσιν εις τας πατρίδας των και να μη παρασταθώσιν εις την μάχην, μήπως, βλέποντες τους ιδικούς των νικωμένους, αποπειραθώσι να τους βοηθήσωσι· Συμφωνηθέντων τούτων, οι μεν στρατοί ανεχώρησαν, οι δε εκλεχθέντες εκατέρωθεν άνδρες έμειναν και ήλθον εις χείρας.

Μερικά δε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τους συγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν. Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί κοιμώμενοι και τρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και εξυπνήσαντες εκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερών πλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Θα με θρέψη της πατρίδας ταγέρι ως το ταχύ. Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες. Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος.

Κι’ ενώ μιλούσε ο Κωσταντής, τα μάτια της Χρυσάιδως Από τα δάκρυα τα πολλά, ετρέχανε σα βρύσες, Γιατί την έκαψε βαθυά ο πόνος της Πατρίδας, Που βρίσκεται αλυσόδετη στ’ Αγαρηνού τα χέρια, Κι’ ο πόνος του Μοναστηριού, του κοσμοξακουσμένου, Που το πατούν οι άπιστοι και τώχουνε τζαμί τους, Κι’ όταν απόειπε ο Κωσταντής τες ώμορφες ωρμήνιες, Γυρίζει με πολλή χαρά και λέγει του η Χρυσάιδω : —Μετά χαράς σου, Κωνσταντή, καμάρι της ψυχής μου, Κι’ αν δεν σου τάχω έτοιμα σε τρεις βδομάδες μέσα, Όπως μου τα είπες ταχτικά με την αράδαν όλα, Να μη με πούνε ταίρι σου, να μη με πουν Χρυσάιδω!—

Λέξη Της Ημέρας

παραχωρήσουν

Άλλοι Ψάχνουν