Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις τότε, σταθείσα πλησίον του πατρός της, «Πάτερ μου, τω είπεν, ιδού ήλθα και δίδω εκουσίως το σώμα μου ίνα θυσιασθή υπέρ της πατρίδος μου και υπέρ ολοκλήρου της Ελλάδος εις τον βωμόν της θεάς, αφού τοιούτος είναι ο χρησμός. Ευτυχήσατε όλοι διά της θυσίας μου. Η νίκη τα όπλα σας ας στέψη και νικηταί να επανέλθητε εις την πατρώαν γην. Δεν θέλω να μ' εγγίση κανείς.

Αυτά λέγουν οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα. — Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται, επανέλαβεν ο ιερεύς.

Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας.

Τότε ο νέος απεκρίθη· «Έχεις δίκαιον, ω πάτερ, αφού είδες τοιούτο όνειρον, να με φυλάττης· εκείνο όμως το οποίον δεν ενόησες, εκείνο το οποίον έμεινε σκοτεινόν διά σε, οφείλω να σοι το εξηγήσω. Είπες ότι το όνειρον σοι εφανέρωσεν ότι μέλλω να αποθάνω υπό σιδηράς αιχμής.

ΡΩΜΑΙΟΣτης Ροζαλίνας; Όχι· εξέχασα και τ' όνομα και τον καϋμόν της, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Έτσι σε θέλω· εύγε σου! ‘Πέ μου λοιπόν, πού ήσουν; ΡΩΜΑΙΟΣ Θα σου ειπώ το κάθε τι, πριν ερωτήσης πάλιν. Την νύκτα εξεφάντωσα μαζή με τους εχθρούς μου, και επληγώθηκα εκεί, χωρίς να το προσμένω, αλλά επλήγωσα κ' εγώ. Κ' οι δύο θεραπείαν, απ' τ' άγιον το χέρι σου, και συνδρομήν ζητούμεν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Και θα χορεύσουν, πάτερ μου, περί τον βωμόν ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Πόσον σου ζηλεύω την άγνοιαν ! Ύπαγε τώρα, κόρη μου, εις τα δώματα σου να σε ίδωσιν αι νεανίδες εκεί. Δός μου την χείρα και έν φίλημα σου. Φίλημα πικρόν, διότι πολύ μακρός θα ήναι ο χρόνος καθ’ ήν θα μείνης μακράν του πατρός σου.

Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;

Τοιαύτα, πάτερ, έπαθε και η σύζυγός σου και ίσως κάτι την είχε λυπήσει προηγουμένως• διότι ουδένα εκείνη εμίσει, αλλά το πάθος είνε επίμονον και δεν είναι δυνατόν εις ην κατάστασιν ευρίσκεται να θεραπευτή υπό ιατρού• εάν δε άλλος τις αναλάβη να την θεραπεύση, τότε σου δίδω το δικαιωμα να με μισής ως ένοχον.

Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται; ΠΑΡΗΣ Το θέλει ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις. Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει. ΠΑΡΗΣ Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην, και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.

Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!... έκανε σαστισμένος ο Συμεών. — Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.