United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του οποίου, βλουημένε, άργησα κομμάτι, εδικαιολογείτο ο πάτερ- Γαλακτίων. Παραμονή βλέπεις. Και συντόμως παρέδιδε το φορτίον, δυο σάκκους αλέσματος και δυο δοχεία πλήρη οίνου και ελαίου και έτερον μικρόν, περιέχον θερμαντικόν τι ποτόν.

Ερωτηθείς διά τίνος τρόπου ήλπιζε να κατορθώση τούτο, ηρκέσθη ν' απαντήση ότι η απόλυτος μυστικότης ήτο απαραίτητος όρος επιτυχίας και ότι ήτον εξ ίσου βέβαιος ότι θα επιτύχη όσον και ότι θα δύση ο ήλιος εις την θάλασσαν μετά μίαν ώραν. Ο Πάτερ Βαρνάβας εφημίζετο ως έξυπνος άνθρωπος.

Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση! Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλικήπου σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές.

Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Ευθύς τον φέρνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα. Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις. Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον, πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη. Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν, κ' έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου. Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω. Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο, αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν, και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη, εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.

Οι πλείστοι ήσαν αγράμματοι, τινές όμως ενόουν το Πάτερ ημών και άλλοι εγνώριζον να γράφωσιν· εις τούτους δε εχορηγείτο, ως εις τους ήρωας του Ομήρου, διπλασία μερίς εις την τράπεζαν και οίνος αντί ζύθου.

Αλλ' ω δυστυχία μου, με μισεί ενώ τον αγαπώ και με αποδιώκει ενώ του είμαι αφωσιωμένος• με αδικεί ενώ τον ευεργετώ και ενώ τον εγκολπούμαι με αποκηρύττει, τους δε φιλόπαιδας νόμους ως μισόπαιδας μεταχειρίζεται εναντίον μου. Τι πόλεμος είνε αυτός τον οποίον εγείρεις, πάτερ μου, μεταξύ των νόμων και της φύσεως;

Δία πατέρ', αν μεταξύ εγώτους αθανάτους Με λόγον σε ωφέλησα ποτέ μου, ή με έργον, Τέλειωσ' αυτόν τον πόθον μου, τίμησε τον υιόν μου· Οπού 'ν' λιγοζωότατος από τους άλλους όλους, Κι' ατίμασεν ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων τώρα· Ότ' άρπαξε το δώρον του, το πήρε και το έχει.

Εκεί απάνω απάγγειλε και δυο τρία ρητά. — Στου Δημήτρη, στου Δημήτρη να πρωτοπάς, γέροντα, είταν τα πρώτα λόγια που μπόρεσε και ξεστόμισε ο Μιχάλης ύστερ' από τόση αμιλησιά. — Στου Δημήτρη. — Και σφούγγιζε τα βρεμένα του μάτια. Ξεκίνησαν αμέσως κ' οι τρεις τους. Τα δυο ταξαδέρφια κατά τα λιόδεντρα, ο Πάτερ Χαράλαμπος προς του Δημήτρη το σπίτι.