Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτά!» είπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.
— Όχι, είπεν η Αϊμά, αρχίσασα να συνέρχηται εις εαυτήν. Συγχρόνως δε απηύθυνε προς τον ξένον νεύμα τι· το νεύμα τούτο δεν ενόησεν εκείνος, είχε δε την εξής έννοιαν· — Μη λέγης τίποτε εις τον Μάχτον διά το πανέρι με τα ρούχα.
— Είμαι ογδώντα τριών χρόνων, είπε, και ψέμμα ακόμα ως τώρα δεν εβγήκεν από τα χείλη μου. Σας λέγω ότι αυτά είνε τα ρούχα. — Και πώς τα ξεύρεις ότι είνε αυτά; ηρώτησεν ο ξένος — Τα είδα απλωμένα. — Και το πανέρι πού ευρέθη; Είνε και αυτό της κυράς; — Δεν ξεύρω διά το πανέρι, ειμπορεί να είχεν αυτή, η Γυφτοπούλα, πανέρι με ρούχα δικά της.
Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.
Μια κόκκινη κορδέλα στόλιζε το στήθος της, από την μια άκρη στην άλλη του μικρού κορσέ που ήταν ανοιχτός πάνω από το πουκάμισο και υποβάσταζε τα άγουρα στήθη της. «Μπαρπα- Έφις!», φώναξε, χαδιάρικα και αυστηρά, βάζοντας το πανέρι πάνω στο κεφάλι του και ψαχουλεύοντας τις τσέπες του. «Εγώ πάντα σας σκέφτομαι, καλέ μου, κι εσείς δεν έχετε τίποτε να μου δώσετε…. Ούτε ένα αμύγδαλο!»
Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα. — Ποίος σ' εκτύπησε; — Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά. Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης. — Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα.
Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την….» Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν