United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, είναι ο στοργικός άρχοντας που από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στη χώρα του, με υπεδέχτη και με προστάτεψε. Πώς αγαπούσε τον Τριστάνο!

Τόρα διηγείτο παρελθούσαν αυτού συμπλοκήν μετά της συμμορίας του Χειμώνα, εις το δάσος της Λεπενούς, κατά την οποίαν συνέλαβε τρεις κ' εφόνευσε τον αρχηγόν: — Σαν τον είδα χάμου, πήγα κοντά και τον πάτησατο σβέρκο· ήθελα να τον ρωτήσω πώς του φαίνονταν τόρα οι παληοκλειδωνιές.

Έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω και μια στιγμή μου φάνηκε πως από την ώρα, που πάτησα το νησί αυτό, λησμόνησα όλα όσα είχανε τραβήξει τη σκέψη μου τόσον καιρό, όλη τη νευρικότητα, όλους τους δισταγμούς, τους δόλους, τους υπολογισμούς, όλον τον αγώνα να βιάσω τη γυναίκα μου να αιστάνεται όπως εγώ.

Ο Παγγλώσσης ωστόσο τόνε τραβούσε από το μανίκι: — Φίλε μου, τούλεγε, αυτό δεν είναι σωστό. Παραβαίνετε την παγκόσμια λογική, ξοδεύετε άσκημα τον καιρό σας. — Ξεροκέφαλο, του απάντησε ο άλλος· είμαι ναύτης γεννημένος στην Παλαβία· πάτησα τέσσερις φορές πάνω στον εσταυρωμένο σε τέσσερά μου ταξείδια στην Ιαπωνία· βρήκες τον άνθρωπό σου με την παγκόσμιά σου λογική!

Στη Σύρα ως τόσο δεν είδα παππά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τωραίο, ταγαπημένο το νησί! Τόβαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι.

Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

« Το ξεύρω ότι Σ' έβρισα » Και ότι τ' όνομά Σου. » Πανάγιε, το 'πάτησα » Μετανοιωμένος τώρα «'Βρίσκομ' εδώτην Κόλασι. » Την άχαρη τη χώρα. » Συχώρησέ με!. . . Έσπλαχνος «'Σ τα κλαϋματά μου στάσου

Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.