United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ακριβώς την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον: — Κιμίκρ; κου! κου! — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού.

Ακόμη προ αυτών έφθασαν, αν και τελευταίοι είχον αναχωρήσει, ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος κι' όλοι οι ξυπόλητοι μοσχομάγκες του τόπου. Ήρχισαν δε πάραυτα να εργάζωνται προς ανέλκυσιν των ναυαγίων από τον πυθμένα.

Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.

Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι' αποδώ»! Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι.

Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα.

Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς: — Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε!

Πρέπει να επερίμεναν την απάντησιν μετά πλείστου ενδιαφέροντος· αλλά και αν κατώρθωσαν να κρύψωσι το μίσος το οποίον εφαίνετο εις τους οφθαλμούς των ο Ιησούς πάραυτα είδε το κέντρον και ήκουσε τον συριγμόν του Φαρισσαϊκού όφεως.

Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.

Μαμά, κόττες έχει! είπεν η Δημητρούλα. — Α! ήρθες, βλέπω, με της κόττες σου, κυρά. Την ιδίαν στιγμήν εφάνη εις το σκότος και εις την ασθενή ανταύγειαν του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερά μορφή του Βαγγέλη, εισελθόντος από την αυλόπορταν. — Α! καλώς σε ηύρα, εξάδερφε, εφώναξεν η ξένη, πάραυτα αναγνωρίσασα αυτόν.