Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Είναι δε τούτο φανερόν, όταν επί τινα χρόνον κατά συνέχειαν αισθανώμεθα τι. Διότι συμβαίνει να μη βλέπωμεν τίποτε, επειδή εξακολουθεί ακόμη η κίνησις, την οποίαν το φως έδωκεν εις τους οφθαλμούς. Και αν επί πολύν χρόνον ατενίσωμεν έν μόνον χρώμα, ή λευκόν ή πράσινον, τοιούτον φαίνεται και το πράγμα, εις το οποίον έπειτα ηθέλομεν στρέψει τα βλέμματα.
— Δεν το θυμάσαι; με το κρασί. . . μα δεν φταίω εγώ. . . οι άλλοι. . . . . . Η φωνή του ήτο τραχεία και υποτρέμουσα. Ενώ ωμίλει παρετήρει συγχρόνως εις τους οφθαλμούς του συντρόφου του, αναμένων να ίδη δι αυτών την τύχην, η οποία τον επερίμενεν. — Α! της ξυλιές! είπεν ο Μάρτης αδιαφόρως· μπα, δεν βαριέσαι· είχατε δίκηο· σας έπια το κρασί. . . — Ας το 'πιες· εμέ δεν μ' έμελε. . . . οι άλλοι. . .
Μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον, και η θύρα ηνοίχθη. Ήτο ο Θευδάς, όστις είχε κλείδα ως και ο κύριός του, δυναμένην έξωθεν νανοίγη την θύραν, αν και ήτο μεμοχλευμένη έσωθεν. Όπισθεν τούτου ίστατο και άλλος τις, όστις είχε την χείρα επί της καρδίας προσπαθών να συνέχη τους βιαίους αυτής παλμούς.
Διότι ουδέν τω όντι είχε καταφύγιον. Ούτω παρήλθεν η νυξ εκείνη. Μετά τρεις ώρας υπέφωσκεν η ηώς. Η Αϊμά δεν είχε κλείσει τους οφθαλμούς, ο δε Πρωτόγυφτος απεκοιμήθη καθήμενος και έρρεγχεν. Εις την Αϊμάν είχεν επέλθει η ιδέα να σηκωθή και να φύγη εγκαταλείπουσα τον Πρωτόγυφτον, αλλά δεν είχε σθένος φυσικόν ή ηθικόν να πράξη ούτω.
Αν δοκιμάση ν' αναγνώση, στερείται μετ' ολίγον της ικανότητος να κρατή τους οφθαλμούς ανοικτούς, αλλ' ευθύς άμα σβύση το κηρίον, τον αναγκάζει να τους ανοίξη και πάλιν η ανικανότης να κοιμηθή. Η τοιαύτη μεταξύ νυσταγμού και αϋπνίας πάλη και τα αλλεπάλληλα αψίματα και σβυσίματα του κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι της πρωίας ή της εξαντλήσεως της θήκης των πυρείων.
Ακολούθως ο Εξάγγελος, άγγελος δήλα δη προερχόμενος εκ του ανακτόρου, αναγγέλλει εις τον Χορόν ότι η Ιοκάστη εμβήκεν εις τον θάλαμόν της και κλεισθείσα εκρεμάσθη. Ο Οιδίπους εισερχόμενος εις τον θάλαμον ζητεί ξίφος δια ν’ αυτοκτονήση, αλλά καθώς είδε την Ιοκάστην κρεμαμένην απέσπασεν από τα φοράματά της περόνας χρυσάς, με τας οποίας ετρύπησε τους οφθαλμούς του.
Κάθε ένας εκρατούσε τους οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν και τιμημένην.
— Όλα καλά και αξιοπερίεργα, υπέλαβα εις απόκρισιν του τελευταίου λαλήσαντος, αλλά δυστυχώς δεν θα δυνηθώμεν να επισκεφθώμεν όσα μας λέγετε, διότι αναχωρούμεν αύριον. Νομίζω ότι δεν ηπατήθην ιδών λάμψιν ευχαριστήσεως εις του Κ. Μελέτη τους οφθαλμούς, τους οποίους έστρεψε διά μιας προς εμέ. Αλλ' όμως μετά πολλής φυσικότητος προσεποιήθη έκπληξιν δυσάρεστον. — Αύριον, ανέκραξε!
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ναι, διά να φέρης την κόρην μετά χαράς ως μέλλουσαν να υπανδρευθή τον Αχιλλέα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω δυστυχής μου κόρη, ήλθες λοιπόν προς θάνατον εδώ ως και εγώ η μήτηρ σου ! ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είναι αξία δακρύων πολλών η συμφορά και των δύο σας, δεινή δε του Αγαμέμνονος η πράξις. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Η δυστυχής εχάθην. Ακατάσχετα πλέον μου πλημμυρούσι τους οφθαλμούς τα δάκρυα.
Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν