Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προς τι την κλαίετε λοιπόν, που είν' ανυψωμένη επάνω απ' τα σύννεφα, εις τ’ Ουρανού τα ύψη; Δεν είναι η αγάπη σας αληθινή αγάπη, εάν η ευτυχία της σας φέρνει τόσην λύπην.

Δεν έβλεπα τίποτε, εκτός του καθαρού ουρανού λαμβάνοντος προς ανατολάς χρώμα ροδόχρουν, υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου. Επί τέλους μ' εφάνη ότι διέκρινα μακράν πτηνόν και γραμμήν υπ' αυτό κυματίζουσαν. Ήτο όφις; ήτο ταινία; Έβλεπα μετά προσοχής προσπαθών να διακρίνω τι ήτο. — Παιδιά, εφώναξε βροντωδώς ο αρχηγός. θέλω πέντε από σας να συνοδεύσετε τον υπάσπιστήν κάτω εις το ποτάμι.

Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.

Ο Ιησούς συμμετέσχε της χαράς των, αλλά περιέστειλε τον τόνον της εκστατικής αγαλλιάσεως, ή μάλλον έστρεψε τούτον επί αγιωτέρου εδάφους. «Εθεώρουν, είπε, τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Έδωκεν αυτοίς εξουσίαν να πατώσιν επάνω όφεων και σκορπίων και ον ήτο τούτο, πάλιν θα προσέβλεπον εις τα οπίσω, μετά βαθυτέρας ακόμη επιθυμίας άμα και λύπης, προς αυτό το παρελθόν, προς αυτάς τας ημέρας του Υιού του Ανθρώπου, εν οις έβλεπον και αι χείρες των εψηλάφων τον Λόγον της Ζωής.

Ωραία κυρά, της είπα, με όλον που είναι νύκτα, γνωρίζω καταλεπτώς την ευμορφιάν σου, και την εξανοίγω τόσον, που με κάνει να μείνω εκστατικός· μα στοχασθήτε την κατάστασίν μου, και πέτε την αλήθειαν αν δεν είναι πολλά κινδυνώδης; Αλήθεια, εκείνη απεκρίθη· μα ο χαμός της ζωής δεν είναι βέβαιος· επειδή και ο βασιλεύς είνε πολλά καλός, και θέλει σε συμπαθήσει· άφησε το λοιπόν τα μέλλοντα, επειδή και είναι εις το χέρι του Ουρανού, και μη στέκης συγχυσμένος διά τώρα.

Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα στα ροδοκύματα. Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν Αγιονόρος.

Κατόπι ξανάλθε τ' ανεμόχολο με χοντρές στάλες βροχής, και της βροντής οι αντίλαλοι μας εσίμωναν. Ως που τ' ανάριο ανεμόβροχο έγεινε πυκνότατο κι ως που τ' αστροπελέκια τ' ουρανού έσκαγαν κατακεφαλής μας. Τότε σα νάνοιξαν αποπάνου μας καταρράχτες αρίφνητοι.

Ω χήρα μου, της έλεγα, μη φαίνεσαι σκληρά, για κύτταξε πώς μας γελούν του ουρανού οι θόλοι, για κύτταξε του ποταμού τακίνητα νερά.. . 'μπορείς, αν θέλης, ν' αγαπάς κι' εμέ και τον Μανώλη. Για έλα να καθίσουμε 'στην άκρη του γιαλού, το πρώτο γλυκοχάραγμα να 'δούμε της ημέρας, ν' ακούσωμε κελάδημα γλυκό κορυδαλού, και να ιππεύσωμεν μαζί, τους γαλανούς αιθέρας.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

ΠΟΛ. Αυτή, Λυκίνε, θα είνε θαύμα ωραιότητος, όπως την περιγράφεις, και κάτι τι θείον το οποίον έπεσεν εξ ουρανού. Τι δε έκαμνεν όταν την είδες; ΛΥΚ. Εκράτει βιβλίον κατά το ήμισυ τυλιγμένον και εφαίνετο ότι μέρος αυτού είχεν αναγνώση και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν του επίλοιπου.