Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Αυτός ήτον το θεμέλιον των συμβουλών του Τημουρτά πατρός του, και οπόταν αυτός έδιδε καμμίαν συμβουλήν δεν ήτον τινάς που να μην την δεχθή. Έξω από αυτό, εις τους πολέμους ήτον ο πρώτος που να βάνη την ζωήν εις κίνδυνον· πάντα έκανε θαυμαστές νίκες, τόσον που κανένα γένος δεν αποτολμούσε πλέον να σηκώση τα άρματα εναντίον του.

Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.

Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ.

Χ. ο Ιωάννης Μαλαλάς αποκαλεί φυσικούς παίδας τους μη γνησίους. Ενταύθα κατά τους Άγγλους σχολιαστάς χλευάζει ο ποιητής την αδεξίαν πλοκήν των αρχαίων αγγλικών κωμωδιών, εν αις τα του δράματος πρόσωπα εισάγονται ατέχνως και άνευ λόγου επί της σκηνής, οπόταν ο ποιητής έχη χρείαν της παρουσίας αυτών.

Επομένως ο άνθρωπος που δεν είναι ικανός να ψεύδεται και είναι αμαθής, δεν ημπορεί να είναι ψεύτης. Ιππίας. Το ευρήκες. Σωκράτης. Ικανός δε τότε βεβαίως είναι, όστις κάμνει ό,τι θέλει, όταν θέλη μόνον. Εννοώ όχι όταν δυσκολεύεται από ασθένειαν ούτε από τα παρόμοια, αλλά καθώς εσύ είσαι ικανός να γράψης το όνομά μου, οπόταν θέλης, έτσι εννοώ. Άραγε δεν θεωρείς συ ικανόν εκείνον που είναι τοιούτος;

Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, ως την πατρίδα μου να ιδώ, παράτα γονικά μου άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, 'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».

Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν.

Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε· τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη.

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν