United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αφέντης, είπα, έχει τόπο απέραντο· δε θα φτωχύνη με μια λουριδίτσα. Έπειτα, αφέντη μ' και το χτήμα μου δικός σου τόπος δεν είνε; Η καλωσύνη σου μου τόδωκε· μπορείς και να το πάρης πίσω σα θελήσης. — Ναι, σα θελήσω, ορέ! είπε φουσκώνοντας ο Χαγάνος. Και θα σ' το πάρω πίσω· να το ξέρης πως θα σ' το πάρω! Όχι· δε θα σας αφήσω να μου σηκώσετε κεφάλι.

Αλλά δεν μου λες, ποία ήτο αυτή η απολιθώνουσα Μέδουσα και από πού ήτο διά να μάθω και εγώ; διότι δεν πιστεύω να θέλης μόνον διά τον εαυτόν σου το θέαμα και να ζηλοτυπήσης εάν και εγώ θελήσω να απολιθωθώ μαζή σου. ΛΥΚ. Πρέπει να ξέρης ότι και μακρόθεν αν την ατενίσης, θα σε καταστήση πλέον ακίνητον και άλαλον από τα αγάλματα.

Ημείς ίσα ίσα, είπε λαβών τον λόγον ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου, ζητούμε τα γρόσια, αν θέλης να ξέρης, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, για να ελευθερώσουμε τον κόσμο απ' αυτούς τους αιματοφάγους που λες. — Κι' αν θέλη ο Θεός, δεν τους ελευθερώνει; Είνε η αμαρτίες, παιδί μου, που τους σκλαβώνουνε. Ο Γιάννης έγεινε σύννους.

Κι αν θέλης να ξέρης πλιότερα για τη γεννιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ' από κείνους πώσυρε μια βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησεν όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, οπού σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ' εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους.

Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρωμερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκεται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ' εδώ να ξαναϊστορηθή δεν αξίζει. Σώνει να ξέρης πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή.

— Ό,τι είπα το πίστευα, ξακολούθησε με ζωηρότητα. Νόμιζα πως ήθελες να με βιάσης σε κάτι. Κ' έπειτα σε λυπόμουνα τόσο πολύ. Υπόφερες τόσο πολύ, περσότερο από μένα. Πρέπει να ξέρης όμως πως είμουνα τόσο άρρωστη, πολύ άρρωστη, ώστε δεν μπορούσα να συλλογιστώ άλλο τίποτε από τον εαυτό μου. Ω, είναι σα να ξαναξύπνησα πάλι! Έπιασε το κεφάλι της μ' ένα κίνημα που έδειχνε κάπως ανησυχία, κάπως ευτυχία.

Θα κάνουμε άλλα δυο βήματα. Τι ωραία! Τι ωραία! ΔΩΡΑΌχι Νίκο. Αύριο σου τωρκίζομαι, αύριο θα μείνω πολύ μαζή σου, ώρες αλάκερες. Θα πάμε όπου θέλεις. Σήμερα όμως φοβάμαι. Δεν ξέρω τι έχω και φοβάμαι σήμερα. Καλά να γυρίσης. Αφού θέλεις να γυρίσης, γύρισε. Δε σε βιάζω. Αύριο όμως δε θα με ξαναϊδής. Να το ξέρης. ΔΩΡΑΜην είσαι κακός Νίκο. Να! Ήρθα μαζή σου. Δεν ήρθα; Τι παράπονα έχεις απομένα;

ΜΙΚ. Και δεν κρατούσα ο κακομοίρης ολίγα κομμάτια από κείνο το χρυσάφι για να τάχω σ' αυτή τη ζωή να μπορέσω να ζήσω; Έπειτα απ' αυτή τη ζωή τι θα γίνω; Θα το ξέρης βέβαια και αυτό, διότι αν μου μέλλεται τίποτε καλλό, θα σηκωθώ τώρα αμέσως να κρεμασθώ από το πάτερο που στέκεσαι. ΠΕΤ. Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθης αυτό.

Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον απαισιόδοξον. — Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε; — Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο δεκανέας.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Με συμπάθειο• στα χωράφια εσυνήθισα να μένω• μα τι πράμα τάχα έχεις, όπως λες, απορριγμένο; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Εις τους μαθητάς μονάχα επιτρέπεται να ειπώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Καλέ πες το καιεμένα, γιατί ήλθα με σκοπό μαθητής κ' εγώ να γίνω μέσ' στο φροντιστήριο. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ θατο ειπώ, μα να το ξέρης• είν' αυτό μυστήριο.