Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.

Γιατί όταν έφτανε στον τελευταίο στίχο, το πήγαινε πια στα τέσσερα, τόσο γλήγορα, τόσο γλήγορα, σα να ήθελε να φάη την τελευταία λέξη και να την κρατήση για τον εαυτό του. Το πιάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθήση και τούτο γιατί τα δυο ζευγάρια κάλτσες τα νόμιζε δικά του και το στίχο ολάκερο τον έπαιρνε σαν υπαινιγμό.

Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465 επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, 'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470 αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.

Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.

Σ' όλο το διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,

Και τότε μπορεί να μην πιστέψης εκείνο που βλέπω. Με κοίταζε όλην την ώρα φοβισμένη, σα να νόμιζε πως θα της αντιλογήσω. Μα δεν το κάνω ποτέ. Δεν το γνωρίζω κιόλας ο ίδιος τι πιστεύω. Έχω πάθει τόσο φοβερούς κλονισμούς, που δεν τολμώ να πω τι είναι πραγματικότητα και τι φαινόμενο στην πείρα των άλλων.

Στα βάθη της ψυχής της φώλιαζε μια λατρεία προς το τέλειο, που δεν μπορούσε να υποφέρη τη ζωή, γιατί νόμιζε πως έστεκε σε βαθμίδα ψηλότερη από αυτή.

Τόσο που αν είχε πρόληψες ο Τσαϊπάς θα νόμιζε πως το κόνισμα άρχισε απ' αυτόν τα θάματά του. Μα δεν ήταν τέτοιος κ' ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο ραγιάς ήταν ακόμη στο αίμα και του αλυσόδενε τη θέληση. Ναι δυστυχώς! το σκαρί κ' εκεινού δεν ήταν διαφορετικό από το σκαρί των αλλονών, όχι!... Κ' έξω φρενών για την αρρώστεια του, γύρισε το θυμό εναντίον του.

ΙΟΚΑΣΤΗ Τι να φοβάται ο άνθρωπος, που η τύχη δένει, και που δεν ξέρει ως αύριο τι τον προσμένει; Νομίζω πως καλύτερα με δίχως έννοιες να ζη κανείς, ως ημπορεί. Και συ τους γάμους με τη μητέρα αδύνατους νόμιζε ως είναι. Γιατί πολλοί ωνειρεύθηκαν απ’ τους ανθρώπους, πως τάχα με τη μάνα τους εκοιμηθήκαν, αλλ’ όποιος όλα τίποτε τούτα νομίζει περνά την ζωήν αξένιαστος, ησυχασμένος.

Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν