United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα.

Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των.

Ευχαρίστως εδέχθησαν την πρότασίν του οι ναύται, καθότι έμελλον να ακούσωσι τον κάλλιστον αοιδόν και αφήσαντες την πρύμνην κενήν συνεσωρεύθησαν εις το μέσον του πλοίου. Τότε ο Αρίων ενεδύθη τα καλλίτερά του ενδύματα, έλαβεν εις χείρας την κιθάραν, εστάθη όρθιος επί των εδωλίων και έψαλε τον όρθιον σκοπόν αφού δε ετελείωσεν ερρίφθη εις την θάλασσαν όπως ήτο, με όλα τα ενδύματά του.

Έπειτα εις μερικάς ημέρας οι ναύται εξεφόρτωσαν τα μετάξια όλα και εφορτώσαμεν το καράβι από τους πολυτίμους θησαυρούς εκείνου του βασιλείου, ήγουν πολύν χρυσόν, πολυτίμους λίθους από πολυποίκιλα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά, όσα δηλαδή ηδύνατο να σηκώση το καράβι, τα δε επίλοιπα τα αφήσαμε διότι εάν ηθέλαμε να σηκώσωμε όλα τα πλούτη εκείνα, δεν έφθανον ούτε εκατόν καράβια.

Ύστερον, εκεί που έτρωγον, το μεσημέρι, διηγείτο ο μάγειρος, ο τσεσμελής εκείνος νεανίσκος, με το άσπρο μανδήλι περί τον ναυτικόν του κούκον, ότι την ώραν οπού έψαλλεν ο Γιωργάκης «Μετά των Άγιων ανάπαυσον» και συνέψαλλον και οι λοιποί, ότε όλοι οι ναύται εκλαίομεν από την συγκίνησινέλεγεν ο τσεσμελήςτότε, την στιγμήν εκείνην, είδεν επάνω προς τον φεγγίτην της πρώρας, από μέσα από τα τζάμια του σπιράγιου «σαν ένα κάτασπρο πράγμα, σαν 'ποκάμισο, σαν σάβανο» οπού ελαφρά-ελαφρά εξεδιπλώνετο κι εξανεμίζετο και κάτι λάμψεις έλαμψαν τότε, σαν της αυγής τα πρώτα ξανοίγματα.

Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, — ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της υπηρεσίαςεπανηρώτησε: — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος. — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.

Τι καλός, τι αγαπητός μην αυτός ο Απρίλης! ποτέ δεν σκυθρωπάζει το ήρεμον πρόσωπόν του. . . Και με την ιδέαν αυτήν ελησμόνουν παντελώς τον Μάρτην, ως οι ναύται τον Άι- Νικόλα μετά την θύελλαν, καί τινες μάλιστα ωμίλουν περί αυτού περιφρονητικώς.

Όταν δε εγώ εξήταζα και ηρώτων πότε θα φθάσωμεν εις τας αιγείρους αίτινες παράγουν το ήλεκτρον, οι ναύται εγέλων και μου έλεγον να είπω σαφέστερα τι ήθελα. Εγώ διηγήθην προς αυτούς τον μύθον, ότι ο Φαέθων υπήρξεν υιός του Ηλίου και όταν έφθασεν εις ηλικίαν εζήτησε παρά του πατρός του να του αφήση το άρμα διά να το διευθύνη, και αυτός μίαν ημέραν.

Εξετάζοντες λοιπόν δεν ευρίσκομεν ουδεμίαν εύλογον αιτίαν φόβου· και όσα επάθομεν πρότερον δύνανται σήμερον να γίνουν μαθήματα. Μετά θάρρους λοιπόν και κυβερνήται και ναύται ας πράξουν το καθήκον των και ας μη καταλίπουν φεύγοντες την τάξιν, εις την οποίαν ετάχθησαν.

Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά