Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Δηλαδή τους ήτο ευκολώτερον να χάσουν πολλάς φοράς ακόμη ανά επτά νέους έως ότου από πεζοί οπλίται μόνιμοι να γίνουν ναυτικοί και να συνηθίσουν με ταχύτητα να κάμνουν αποβάσεις και πάλιν αμέσως να αποσύρωνται εις τα πλοία των και να φρονούν ότι δεν κάμνουν κανέν αισχρόν πράγμα, διότι δεν έχουν το θάρρος να αποθάνουν υπομένοντες την επίθεσιν των εχθρών, αλλά να ευρίσκουν αρμοδίας εις αυτούς προφάσεις και να φεύγουν κάτι φευγάλες όχι δήθεν αισχράς.

Όταν δε κατέπλευσε κατά τύχην εις Μύκονον το ιταλικόν θωρηκτόν «Αφοντατόρε», ο κυβερνήτης αυτού επισκεφθείς τον Σουρμελήν του είπεν: «Ημείς απλοί ναυτικοί υποκλινόμεθα ενώπιόν σου, διότι σε περιβάλλει η δόξα». Μικρόν δε μετά την Κρητικήν επανάστασιν, ο Μεχμέτ Αλής της Αιγύπτου, σχεδιάζων να επαναστατήση κατά του Σουλτάνου, δεν απετάθη εις Άγγλον ή Γάλλον, αλλ' εις τον Έλληνα Σουρμελήν διά να του αναθέση την διοίκησιν του στόλου του.

Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο. Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια.

Σε λίγο εγέμισε το βιβλίον μου ασημένια, πενηνταράκια και εικοσιπενταράκια. Αφού δε περιήλθα τους χορούς τότε εγύρισα και εμβήκα και εις την δεξιάν πλευράν της εκκλησίας, οπού ήσαν οι πλοίαρχοι και οι ναυτικοί. Ενταύθα εσιώπησεν ο καπετάν-Φαφάνας, ηρνείτο δε να εξακολουθήση υποκρινόμενος ότι τον εζάλισαν οι καπνοί των σιγάρων.

Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος.

Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της.

Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν.

Ο Ηρακλής των ευρίσκεται εις τα έσχατα του γήρατος, είνε φαλακρός, έχει λευκάς τας τρίχας αι οποίαι του υπολείπονται, έχει το δέρμα ρυτιδωμένον και ηλιοκαές, ώστε να φαίνεται μαύρος όπως οι γηράσαντες ναυτικοί. Και θα τον ενόμιζες μάλλον Χάρωνα ή Ιαπετόν ή άλλον εκ των κατοίκων του Άδου παρά Ηρακλήν.

Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι!

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν