Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Τα παράθυρα της ακρογιαλιάς γεμίσανε γυναίκες και κοριτσόπουλα. Τα παιδιά τρέχανε με σάλτους και φωνές στο μώλο κ' έσπρωχνε το ένα το άλλο να ζυγώσουνε, μα δεν κοτούσανε απ' το φόβο τους. — Άκου νακούσης, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός ρουφώντας τον ναργιλέ του. Εδώ σε θέλω να ιδής τ' είνε το μυαλό του ανθρώπου. Αυτός, μάτια μου, έμαθε και τη γλώσσα των σκυλιών. Γαβ-γαβ!
Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.
Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κ' εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθή και — να μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μου — είνε να τονέ κλαις. Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, πούχε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού.
Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!» — Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι.
Ας λάμπη δε το βλέμμα σας καθώς Αποσπερίτης, Αυγερινός και Σείριος, κι' ας είμαι Σαρδανάπαλος και χαύνος Συβαρίτης και μαλθακός Ασσύριος. Του πυρετού μου έρχονται κακαίς ανατριχίλαις... μην ανατείλης, χαραυγή, μη σιωπάτε, κούκοι, κι' ελάτε, περδικόστηθαις και μαρμαροτραχήλαις, κι' ας φέρ' η Μάκβεθ ναργιλέ κι' η Δαλιδά τσιμπούκι.
Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα.
Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους πλοιάρχους φίλους του. Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο πρεσβύτης. — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος. — Τώρα θα ιδής.
Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι.
Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα: — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν