Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πατροκτόνος είσαι ακόμα! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μωρέ δεν καταλαβαίνεις με χρυσάφι πως με ραίνεις; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Το χρυσάφι αυτό μολύβι ήταν στον παληό καιρό. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τώρα όμως με στολίζει. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Έχεις θράσος φοβερό! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και συ είσαι μουχλιασμένος. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Και συ είσαι η αιτία, που δεν θέλουν πειά οι νέοι να πηγαίνουν στα σχολεία.
Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185 ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.
Μίαν πρωίαν ήτο μόνος και εν στιγμή διανοητικής προσηλώσεως εις τ' αντικείμενα εκείνα, όπου ήσαν η αφορμή ευδαιμονίας συγχρόνως και μαρτυρίου, ωσάν ν' απεκοιμήθη και ωσάν να ηνοίχθησαν προ των εκπλήκτων ομμάτων του ορίζοντες νέοι, μαγικοί, εις αυτόν άγνωστοι έως τότε.
Μέσα σ' αυτό το φύλλο παρουσιάζονταν κάποτε, στην εφημερίδα δίνοντας όψη φιλολογικού περιοδικού, δύο νέοι, αγαπημένοι των Μουσών από τους αξιολογώτερους: δυο Γιάννηδες· ο Παπαδιαμαντόπουλος και ο Καμπούρογλους της «Ακροπόλεως» και του «Φαέθωνος», ποιημάτων, λεγόμενων επικολυρικών που βάλθηκαν να συνεχίσουν, μα που την αδυνάτιζαν δυστυχώς, την παράδοση του Ραγκαβή με το «Διονύσου πλουν» και του Παπαρρηγοπούλου με τον «Ορφέα» και με τον «Πυγμαλίωνα». Στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων» φάνηκε μέσα σε δυο τρία της φύλλα αράδα αράδα, μία εκτεταμένη επίκριση τον «Κόδρου», γραμμένη από τον Καμπούρογλου.
— Δεν το ειξεύρετε λοιπόν, ότι αυτός είνε ο Μεσσίας; Όλοι οι ιερείς παρετήρουν αλλήλους. Ο δε Βιτέλλιος ηρώτα να μάθη την σημασίαν της λέξεως. Ο διερμηνεύς εσταμάτησε προς στιγμήν, πριν να ομιλήση. Ούτως εκαλείτο ο Λυτρωτής ο οποίος θα τους έφερε όλα τα αγαθά και την κυριαρχίαν όλων των λαών. Μερικοί μάλιστα νέοι υπεστήριζον ότι έπρεπε να ελπίζουν εις δύο.
Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145 και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι• και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150 εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων• και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155 τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν•
Οι δε διδάσκαλοι πάλιν της κιθάρας και άλλας τοιαύτας καταβάλλουν προσπαθείας, φροντίζουν δηλαδή και φρόνιμοι να γείνουν οι νέοι και να μη κάμνουν καμμίαν κακήν πράξιν· και προς τούτοις, αφ' ου μάθουν να παίζουν την κιθάραν, τους διδάσκουν ποιήματα άλλων πάλιν καλών ποιητών, που τα κάμνουν διά να τραγωδώνται, προσαρμόζοντες αυτά εις τους ήχους της κιθάρας, και αναγκάζουν ώστε αι ψυχαί των παίδων να εξοικειώνωνται με τους ρυθμούς και με τας αρμονίας της μουσικής, διά να είναι ημερώτεροι, και συνηθίζοντες εις τον καλόν ρυθμόν και εις την καλήν αρμονίαν να είναι χρήσιμοι και εις το να λέγουν και εις το να κάμνουν, διότι όλη η ζωή του ανθρώπου έχει χρείαν από καλόν ρυθμόν και καλήν αρμονίαν.
Μόλις εγεννήθη εις το νομισματοκοπείον, κάτασπρη και υαλιστή, επήδησε και εφώναξε: «Ζήτω! πηγαίνω να ιδώ τον κόσμον!» Και ήρχισε τα ταξείδια της. Το παιδάκι την έπαιζεν εις τα τρυφερά και ζεστά χεράκια του· ο φυλάργυρος την έσφιγγεν εις την κρύαν του φούκταν, οι γέροντες την εστρεφογυρίζαν εις τα δάκτυλά των πριν την αποχωρισθούν, και οι νέοι την άφιναν απρόσεκτοι να γλιστρά και να τους φεύγη.
Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 «Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα· θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180
Ήσαν τρεις νέοι κρατούντες τουφέκια, ο Κώτσος ο Κ., ο Αντώνης ο Β. και ο Αλέκος ο Π., δημοδιδάσκαλος «αριστοβάθμιος» της νέας εποχής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν