Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή.
Ο άνθρωπος με την καλαισθησία εξήγησε πολύ καλά, πως ένα έργο μπορεί νάχη κάποιο ενδιαφέρο και καμιά αξία: Απόδειξε με λίγα λόγια, πως δεν αρκεί ν' αναπτύξη κανείς μιαν ή δύο από τις &θέσεις& εκείνες, που βρίσκονται σ' όλα τα μυθιστορήματα και που γοητεύουνε πάντα τους θεατές: Αλλά πρέπει νάναι κανείς καινούργιος, χωρίς νάναι παράδοξος, συχνά υψηλός και πάντοτε φυσικός, να γνωρίζη την ανθρώπινη καρδιά και να την κάμνη να μιλή· νάναι μεγάλος ποιητής, χωρίς τα πρόσωπα του έργου να φαίνονται ποιητές· να γνωρίζη τέλεια τη γλώσσα του, να τη μιλή καθαρά, με συνεχή αρμονία, χωρίς ποτέ η ρίμα να ζημιώνη το νόημα.
Paris, septembre 1886. Δεν είναι συνήθεια, το ξέρω, στα φιλολογικά συνέδρια, να κάμνη κανείς τη βιογραφία του και να μιλή για τον εμαφτό του. Μόλον τούτο πρέπει να σας ανοίξω την καρδιά μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω που είμαι παιδί σας, που είμαι του τόπου παιδί και που μικρός άφησα την Πόλη.
Δεν είχε ο ένας τύπους ειμί, ει, εστί, πατήρ, πατράσι κι ο άλλος τύπους είμαι είσαι, είναι, πατέρας, τους πατέρες, στους πατέρες. Να μιλή κανείς σαν το μάγερά του ή να μιλή τη γλώσσα του μάγερά του, είναι πράματα όλους διόλου διαφορετικά.
Ίσως όμως, θα μου πήτε, οι διαδόχοι του πήραν άλλο δρόμο; Ποιοι τάχατες απ' αφτούς; Ο Ιουστινιανός; Όχι, βέβαια. Για να μιλή κανείς όπως πρέπει, ανάγκη να τα πη λατινικά, κοίτ.
Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; — Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! — Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίαν — δηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτε — και τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.
Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.
Τι χάλια είν' αυτά; τι μούτρα είν' αυτά; τι καβούκι είναι αυτό; Αποκρηές είναι τώρα και μασκαρεύτηκες; Δε μιλάς; τι είναι αυτά πάλι; ποιος σε ρεζίλεψε έτσι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Άκου την ασυλλόγιστη, να μιλή έτσι σ' ένα μαμαμούκο ! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς τώπες αυτό; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, πρέπει να με σέβεσαι τώρα' μ' έκαναν μαμαμούκο . Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είν' αυτό πάλι το μαμαμούκο; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μαμαμούκο, σου λέω.
Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.
Όχι έπρεπε ναφήση τον αδιάντροπο το γυιό του να κάνη τη θυγατέρα της σκουπίδι και να μη του μιλή. Μωρέ αθρωπιά! Αλλά τωόντι δεν την εστενοχώρει ολίγον η θέσις εις την οποίαν περιήγαγε την κόρην της ο φόβος του Πατούχα. Η Μαργή ούτε εις την εκκλησίαν ετόλμα πλέον να μεταβή. Αλλ' έως πότε ηδύνατο να διαρκέση αυτή η κατάστασις; Η Μαργή έκλαιε νυχθημερόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν